Η
«Ε Ξ Α Φ Α Ν Ι Σ Η»
Ήτανε όπως τότε. Μια Κυριακή της Άνοιξης! Σαν τις άλλες Κυριακές
της ίδιας εποχής που πέρασαν και αλίμονο, ποτέ δεν τις ξεχάσαμε για τις
ομορφιές τους…
Και βγήκαμε έξω να χαρούμε τον ήλιο.
Να πούμε την «καλημέρα» μας σε όσους θα συναντήσουμε στο δρόμο, να ρίξουμε λίγο
το μάτι μας σε καμιά βιτρίνα και επιτέλους να «μην» ψωνίσουμε λόγω αργίας! Μα
πιο πολύ να δούμε τους «φίλους». Αυτούς τους συνανθρώπους μας, που πάντοτε τους
έχουμε βαθιά μέσα στην «καρδιά» μας και πάντοτε τους θυμόμαστε στα δύσκολα και
τα εύκολα, στις χαρές μας και στις στεναχώριες!
Και επειδή η Κυριακή ήταν σαν τις
«άλλες» τις Κυριακές, ξεκινήσαμε και σήμερα να τη γιορτάσουμε. Ναι, να τη
γιορτάσουμε! Γιατί εδώ που τα λέμε, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η κάθε μέρα
μας πρέπει να είναι γιορτή και να τη γιορτάζουμε. Εξ άλλου πώς να μην είναι,
αφού προς το παρόν το πρωί ξυπνάμε μια χαρά, ζούμε και αναπνέουμε, σκεφτόμαστε
και αποφασίζουμε, περπατάμε και πάμε εκεί που θέλουμε, πεινάμε και τρώμε και...
Πάλι λοιπόν σήμερα, «χαίροντες άκρας
υγείας» πήραμε το δρόμο που μας πηγαίνει στη «γιορτή»! Αυτόν τον αγαπημένο μας δρόμο
που χρόνια τώρα μας περνάει έξω από ωραίες εισόδους πολυκατοικιών, προσήλια
ψηλά μπαλκόνια, «γερασμένα» σπίτια με χορταριασμένες αυλές αλλά και από
καινούργια με γεμάτες τις αυλές τους χρωματιστά λουλούδια, καθώς και από
προαύλια σχολείων με εκείνο το «κελάηδισμα» των παιδιών τους!
Δρόμε μας. Πόσο πολύ σε αγαπάμε! Αλλά
εάν εσύ βαρέθηκες να μας βλέπεις, πες το
μας σε παρακαλώ!
Αφού λοιπόν και σήμερα η Κυριακή
είναι σαν τις άλλες τις Κυριακές, τρέχουμε να προφτάσουμε τη «χαρά». Εκεί μέσα
στον κόσμο μας. Μέσα στο πλήθος που είμαστε αριθμοί αλλά και ξεχωριστά πρόσωπα.
Στον τόπο που το μάτι μας θέλει να βλέπει την κίνηση, τη συζήτηση, το στρες και
καμιά φορά τον προβληματισμό στην όψη για τα πιο σοβαρά όσο και για τα πιο
ασήμαντα πράγματα και που αυτή η «σκοτούρα» πολλές φορές μας κάνει να
φαινόμαστε ωραιότεροι και περισσότερο συνετοί στην καρδιά!
Ίδια σαν τις άλλες και η σημερινή μας
Κυριακή, όμοια με αυτές που πέρασαν και έφυγαν και χάθηκαν και δεν θα τις
ξαναδούμε!
Επιτέλους! Οι ανυπόμονοι φτάσαμε στον
τόπο που «διακαώς» ποθούμε να βρεθούμε. Μπαίνουμε βαθιά μέσα στο πανέμορφο «Είναι»
του και ψάχνουμε και εμείς να γευτούμε κάτι από αυτή την ομορφιά του. Από τις
ωραίες στιγμές του. Από τις ευχάριστες απολαύσεις του!
Τι; Όχι βέβαια κάτι το υπερβολικό! Απλά
καθημερινά πράγματα ζητάμε. Ας πούμε να πιούμε κάτω από τον πάντοτε, όπως τον
ξέρουμε φωτεινό ουρανό του, ένα φλιτζάνι αχνιστό και μυρωδάτο, όλο «μπράβο»
καφέ. Μαζί με τα φιλαράκια μας, τα αγαπημένα παιδιά της παρέας μας!
Αλλά…τα ψάχνουμε και όμως δεν τα
βρίσκουμε. Και όλως «παραδόξως»! Δεν μας ψάχνουν και εκείνα. Δεν μπορεί λέμε.
Δεν είναι δυνατόν. Εδώ βρισκόμασταν πάντοτε. Την ίδια ώρα, άγγλοι τζέντλεμαν.
Κοιτάζουμε μακριά-κοντά, πέρα και αντίπερα,
πάμε στα γνωστά μέρη που καθόμασταν αντάμα, φωνάζουμε το όνομά τους, δεν
υπάρχουν. Εξαφανίστηκαν! Σαν να πέρασε από εδώ ένας τρελός βοριάς και «φύλλα
ξερά» τα σήκωσε ψηλά και τα πήγε σε άλλα μέρη, σε άλλους χώρους, για να ζήσουν
εκεί, αφήνοντας εμάς στη μοναξιά μας και στη θλίψη μας που σήμερα δεν μπορούμε
να βρεθούμε μαζί τους.
Αλήθεια, ζούμε ένα όνειρο ή μια
πραγματικότητα!
Λείπει από παντού ο Γιώργος μας με
τους «ιδιότροπους» τους καφέδες του, ο Γιάννης, ο μουστάκιας με τις μεγάλες του
«εμμονές», να φέρνει πάντοτε τις αντιρρήσεις του, «καλοπροαίρετα» βέβαια, σε
κάθε μας συζήτηση. Ο Πέτρος, το μοντελάκι με τα ακριβά του και πάντοτε στην
«πέννα» ντυσίματα. Ο άλλος ο Γιάννης μας με τα «πονηρά» και όλο υπονοούμενα
ανέκδοτα, ο κύριος Θανάσης να μας επαναλαμβάνει το τι έγινε τότε στην «Κατοχή»
και… τέλος πάντων στην εποχή του «Περικλή με την Ασπασία του», ο Γιώργος με την
«αγαθή» την πολυλογία του αλλά και ο Βασίλης που μιλάει μονάχα με την
«τρανταχτή» τη σιωπή του!
Και τόσοι άλλοι!
Περνάμε και από τις άλλες τις γωνιές που συνήθιζαν να βρίσκονται και να «τραβάνε»
τα ποτηράκια τους, όλο τραγούδι και κέφι για τη ζωή. Αυτή τη ζωή που όλοι μας
τη θέλουμε καθαρή και ξάστερη, χαμογελαστή και με πολλές ευχάριστες εκπλήξεις.
Αλλά και από εδώ απουσιάζουν! Γιατί «οϊμέ» και αυτά τα «στέκια» είναι ερμητικά
κλειστά, χωμένα μέσα στο καβούκι τους, αγκαλιασμένα με τη σιωπή και τη
βουβαμάρα τους!
Χτυπάμε και τις πόρτες τους. Αλλά και
αυτές δεν ανοίγουν. Λες και από το χρόνο σκούριασαν οι κλειδαριές τους και δεν
μπορεί να μπει μέσα το κλειδί να τις ανοίξει. Και έτσι τα πήρε ο ύπνος. Ένας διαρκής
λήθαργος από τον οποίο, ούτε και αυτά ξέρουν πότε θα ξυπνήσουν. Προς το παρόν όμως,
συνεχίζουν να κοιμούνται χωρίς σταματημό. Να κοιμούνται και να ονειρεύονται,
παλιές όμορφες μέρες με τον κόσμο τους που γλεντούσε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
τους.
Περνάμε και από το «πλατάνι» της
πλατείας. Αυτό που το χαίρονται οι νέοι και το θυμούνται οι παλιότεροι. Το
καταπράσινο πλατάνι και όπως θα έλεγε ο καθένας μας, το πλατάνι της «νιότης»
και των «γηρατειών». Τόπος συνάντησης και εδώ με τους φίλους, σήμερα δεν
βρήκαμε κανέναν! Πάνε και από εδώ, οι όμορφες συζητήσεις που κάναμε τότε μεταξύ
μας και τα μεγάλα όνειρα που φτιάχναμε παρέα του, καθισμένοι στα τραπεζάκια
γύρω από τις ρίζες του, πέταξαν σαν κυνηγημένα πουλιά οι επιθυμίες, τα
αισθήματα και συναισθήματα που έβγαιναν από την καρδιά μας, άλλοτε ψιθυριστά
και άλλοτε δυνατά με το τραγούδι.
Τώρα εντελώς μόνο του στέκεται εδώ το
πανύψηλο δένδρο, ίσως με μόνη συντροφιά του τις αναμνήσεις αλλά και το ελαφρό
αεράκι που κάθε τόσο φυσάει και κουνάει τα φύλλα του, όπως τώρα, λες και μας
χαιρετάει από εκεί ψηλά μόνο και μόνο για να μας δώσει κουράγιο, στην ουσία όμως
να βάζει κι άλλη λύπη την ψυχή μας!
Δεν ξέρουμε αλλά αρχίζουμε να
αμφιβάλλουμε για τη σημερινή Κυριακή μας! Δεν μας εμπνέει, όπως παλιά, να
κάτσουμε στον ήλιο της και να γράψουμε στίχους αισιοδοξίας για τη ζωή μας και
να συνθέσουμε ελπίδες της για το αύριο!
Σχεδόν απελπισμένοι παίρνουμε το
πλακόστρωτο και τραβάμε για το πάρκο. Σύχναζαν και εδώ κάποτε οι φίλοι μας. Κάποτε
όταν τις Κυριακές της Άνοιξης, φούντωναν εδώ τα λουλούδια και γέμιζαν τα
δρομάκια από ανθρώπους που έκαναν περίπατο. Θα βρούμε άραγε εδώ κανέναν!
Μπαίνουμε μέσα στα δέντρα του.
Βαδίζουμε και από την αγωνία τρέμουνε τα πόδια μας. Θα έρθουμε επιτέλους
πρόσωπο με πρόσωπο με αυτούς; Θα σφίξουμε τα χέρια τους και θα κάτσουμε στα
παγκάκια, να κάνουμε πάλι τα ταξίδια μας στο παρελθόν, ανεβασμένοι πάνω σε
αεροπλάνα, καράβια, τρένα και αυτοκίνητα για να πάμε ξανά σε αγαπημένα μέρη της
γης που ζήσαμε και κρατήσαμε τις αναμνήσεις τους, καταπληκτικές στιγμές που
γράψαμε, αιώνια να μην χορταίνουμε να τις λέμε, να τις ακούνε τα παιδιά μας!
Τελικά και εδώ είναι άδεια τα
μονοπάτια. «Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση!» Μονάχα στην άκρη του πάρκου, που είναι
ένα μικρό εκκλησάκι φαίνεται να κινείται ένας άνθρωπος. Ξένος για μας. Αλλά εδώ
που μας έφτασαν οι καιροί, είναι παρηγοριά, πως σε αυτό το τόπο υπάρχουν ακόμα και
ζούνε άνθρωποι.
Κουκουλωμένος στο βαρύ παλτό του ο
άνθρωπος, περνάει μπροστά από την πόρτα του μικρού ναού και κάνει το σταυρό
του. Ύστερα ανάβει ένα κεράκι έξω στην εικόνα του και με ευλάβεια τη φιλάει.
Βιάζεται όμως να φύγει. Στο πάρκο ο ουρανός συννέφιασε και η μπόρα «κρέμεται»
πάνω από το κεφάλι του. Έτσι με γρήγορο βήμα απομακρύνεται. Εξαφανίζεται στον
κατήφορο του δρόμου και τώρα πια δεν τον βλέπουμε!
Εξαφάνιση! Η κυριότερη λέξη σήμερα!
Ε! Λοιπόν όχι! Σήμερα, μέρα Κυριακή
δεν είναι σαν τις άλλες τις Κυριακές που ξέραμε. Τις ελεύθερες και τις
ξέγνοιαστες. Σήμερα δεν βλέπουμε έξω ανθρώπους. Όλοι κρύβονται. Η μάνα «κρύβεται»
από το παιδί και το παιδί από τη μάνα! Πρωτάκουστο στον κόσμο και όμως αληθινό.
Όλοι κρύβονται και γυρεύουνε τη μοναξιά. Ένας «αόρατος» φόβος πλανιέται στα
τέσσερα σημεία και γίνεται κυρίαρχος σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ακόμα και μέσα
στα σπίτια, το «θεριό» έκανε τη «φωλιά» του και με μίσος δείχνει τα «δόντια»
του σε όποιον τολμήσει να παρακούσει τις εντολές του!
Και εμείς, φτωχοί και πεντάρφανοι εραστές
της Κυριακής ακόμα την ψάχνουμε. Όχι μόνο στα γνωστά μας σημεία. Αλλά παντού.
Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης μας. Την ψάχνουμε αλλά δεν τη βρίσκουμε. Τώρα
πια μόνο τη διαβάζουμε και τη φέρνουμε στο νου μας, μέσα από παλιά και σχισμένα
περιοδικά, τσαλακωμένα ρομάντζα αλλά και μέσα από «αληθινά» παραμύθια!
Δεν απελπιζόμαστε όμως. Κάποτε θα τη
βρούμε. Και όλοι μαζί, «εμείς» και οι «χαμένοι» οι φίλοι μας, θα τη γιορτάσουμε…
Βάλσαμο στις πικραμένες καρδιές μας!
5-4-2020
ΤΡΥΦΩΝ
ΟΥΡΔΑΣ