ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ
Στο χαμηλό το καπηλειό του
μπάρμπα-Μήτσου εκεί δίπλα στο ποτάμι με την καταπράσινη την κληματαριά μπροστά
στην αυλή του το καλοκαίρι, εκείνο το βράδυ, μεγάλος
φαινόταν να ήταν ο «νταλκάς» της παρέας. Νέοι άνθρωποι όλοι, άντε και… παιδιά,
άκουγαν τις «πλάκες» από το καινούργιο γραμμόφωνο που έφερε το αφεντικό του
μαγαζιού και τραβούσαν σχεδόν «ξεροσφύρι» το κρασί.
Τα έρμα τα τραγούδια, όλα λίγο πολύ, κάτι είχανε να πούνε στην καρδιά
του καθενός και με την «ασήκωτη ζεμπεκιά» που έβγαζαν δεν υπήρχε περίπτωση να
μην σε έκαναν να θέλεις να ξεκολλήσεις από την καρέκλα σου και να χορέψεις αλλά
και γιατί όχι να μην θέλεις να σπάσεις κάτω από το τραπέζι που τα πίνεις ή και
να μην γουστάρεις να πετάξεις στο κέντρο, τάχα πίστα του μαγαζιού, ένα από
τα ποτηράκια ή τα πιάτα που έβαζε το
μαγαζί για το κρασί και το μεζέ.
Έτσι βρε αδερφέ για να ξεδώσεις από την καθημερινότητα, να εκτονωθείς
από την πίεση των προβλημάτων της ζωής ή και να βγάλεις από μέσα σου, ό,τι σε στεναχωρεί, «παιδί πράμα» στον
καιρό σου.
Και όλα αυτά βέβαια προς απογοήτευση της πινακίδας, που κρεμόταν εκεί
πάνω στον τοίχο του μαγαζιού και έλεγε ανορθόγραφα, στην καθαρεύουσα μάλιστα και
σε αυστηρό τόνο, «απαγορέβετε το σπάζιν».
Με αυτή την «εν γένει» κατάσταση γύρω, η νύχτα προχωρούσε και η παρέα
δεν έλεγε να αφήσει το μαγαζί, παρά το γεγονός ότι η μποτίλια με το λουξ
έπαιρναν να τελειώνουν και από πάνω το φως να θαμπώνει αλλά και τα ξύλα στη
σόμπα και αυτά να σώνονται και λίγο, λίγο το μαγαζί να γίνεται κρύο. Εξ άλλου
και το χιόνι που έπεσε προ ημερών στο χωριό και τώρα έμεινε λίγο στις στέγες,
έκανε παγωμένη την ατμόσφαιρα. Και αυτός ο αέρας, που πριν από λίγο άρχισε έξω
να φυσάει και έμπαινε στο κατάστημα από την ξύλινη και παλιά, όλο χαραμάδες
πόρτα του, μέχρι και από το ταβάνι, περισσότερο όμως από τα τζάμια που
σφύριζαν, το έκανε πολύ πιο κρύο.
-Μπάρμπα- Μήτσο, βάλε για να
χορέψουμε, είπε σε μια στιγμή ένας από την παρέα, ο Λευτέρης. Ξέρεις εσύ,
εκείνο με τη… «λάβρα»! Φέρε και κρασί…
Πώς να μην ήξερε ο καφετζής το τραγούδι που γύρευε να ακούσει και να
χορέψει το παιδί! Όλα τα ήξερε αυτός, μια και κάθε μέρα, όλο και κάτι έπαιρνε
το αυτί του από τα λόγια της παρέας κατά το σερβίρισμα. Έτσι εδώ και δυο μέρες,
ο Λευτέρης, είναι πολύ στεναχωρημένος, σχεδόν απελπισμένος από την πονηρούλα
και τη ναζιάρα φιλενάδα του τη Μαρία, που την τσάκωσε ένα απόγευμα στη «βόλτα»,
εντελώς ασυλλόγιστα να χαριεντίζεται με άλλον. Κάργα όπως λέμε ερωτευμένος μαζί
της εδώ και πολλά χρόνια, αυτό το ρεζίλεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από το νου του, ούτε και να το καταπιεί. Το
διαολεμένο το θηλυκό, από την ώρα που το είδε έτσι, λες και ήταν μια
ξεδιάντροπη, του άναψε μεγάλη φωτιά, να σαν αυτή που λέει ο Καζαντζίδης στο
τραγούδι του και που ζήτησε να ακούσει το παλικάρι.
….αφού μου άναψες εσύ φωτιά και λάβρα
ειν’ όλα μαύρα, ειν’ όλα μαύρα…
Όλα μαύρα και κατάμαυρα του Λευτέρη, μαύρα και της παρέας που τον
συμπονούσε και «άντε να δούμε πότε θα πάμε σήμερα στα σπίτια μας για να
κοιμηθούμε», είπε από μέσα του ο κάπελας, όταν άκουσε την παραγγελία, γεμάτος
νεύρα, καθώς έγερνε μέσα από τον μπουφέ, πάνω σε μια από τις νταμιτζάνες του
για να βάλει κρασί σε ένα μισοκάρικο και να το πάει στα παιδιά για να
συνεχίσουν έτσι το γλέντι.
Και η συντροφιά όταν τσούγκρισε τα ποτήρια με κεντρικό χορευτή τον
ερωτευμένο φίλο, χόρεψε και ξανά-χόρεψε το «άσμα», οι στίχοι του, που ταίριαζαν
ακριβώς με την κατάσταση που αυτός ζούσε. Μετά, αφού όλοι τους χόρτασαν να
χορεύουν, είπαν πάλι να κάτσουν στο
τραπέζι και να τραβήξουν τα υπόλοιπα ποτηράκια τους.
Όμως και ο «έτερος Καππαδόκης», ο Νίκος από την παρέα δεν ήταν σε
καλύτερη κατάσταση. Το παράπονο πάλι αυτού του ανθρώπου ήταν μεγάλο, γιατί σε
λίγο καιρό θα έφευγε για το στρατό και θα πήγαινε να παρουσιαστεί στην
Καλαμάτα, εκεί σε ένα Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων. Δεν μπορούσε ο άμοιρος
να χωνέψει, πως θα ξενιτευόταν και θα άφηνε για δυο ολάκερα χρόνια το χωριό του
για να υπηρετήσει την Πατρίδα, μακριά από τους γονείς του και τα αδέρφια του.
Και εδώ που τα λέμε, μπορεί να είχε και δίκαιο. Πρώτη φορά ο μικρός θα
μίσευε και θα ήταν μόνος. Μάλιστα σ’ ένα περιβάλλον «άκρως» πειθαρχημένο με τις
αναπαύσεις και τις προσοχές, τα επ’ ώμου και παρουσιάστε αλλά και με τις
αγγαρείες και τις διαταγές, τις τιμωρίες και τις φυλακές. Τα άκουγε πού και πού
από τους μεγαλύτερους στην ηλικία, που πήγαν πιο μπροστά φαντάροι, βέβαια όλο
και με κάποια δόση υπερβολής και του φαινόταν στην πράξη πολύ δύσκολα,
ανυπέρβλητα και κάπου φοβότανε, πως δεν θα τα κατάφερνε.
Δεν είχε σημασία που από μικρό παιδί οι γονείς του τον έβαλαν στα βάσανα
και στη σκληρή ζωή, να οργώνει με τα βόδια και να σπέρνει μαζί τους στα χωράφια
και πολλές φορές να τα βόσκει στα τσαϊρια, ούτε που πολλές φορές δούλευε
εργάτης στα τούβλα έξω απ’ το χωριό και στο κεραμιδαριό. Και το χειρότερο! Που
καμιά φορά τα βράδια κοιμότανε νηστικός, γιατί η οικογένειά του ήταν φτωχιά,
όπως και να το κάνομε.
Έτσι λοιπό κι αυτός, με όλο το παράπονο που του έβγαινε εκείνη τη
στιγμή, είπε στον μπάρμπα-Μήτσο να αλλάξει πλάκα στο γραμμόφωνο και να βάλλει
εκείνη με τον Τσαουσάκη που έλεγε για μια…
«κούπα με κρασί και
Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις..!»
Και σαν ο καφετζής το έκανε και κούρδισε το μηχάνημα, ακόμα από τις
πρώτες στροφές της μελαγχολικής και ρεμπέτικης μελωδίας, το νέο παιδί τράβηξε
την καρέκλα πίσω του, πέταξε στο πάτωμα το ποτηράκι που έπινε το κρασί και με
αργά βήματα, εκείνα του «ζεϊμπέκικου», τράβηξε προς το κέντρο του μαγαζιού.
Πολύ σταθερά άρχισε να φέρνει γύρες, σκύβοντας πολλές φορές για να χτυπήσει το
δάπεδο σαν να έδινε γροθιά στα στραβά και ανάποδα του κατεστημένου της δύσκολης
ζωής του. Ύστερα πάλι να πετάγεται επάνω και να κοιτάζει ψηλά, νικητής του
σκληρού και αόρατου αυτού εχθρού του…
Φυσικά σηκώθηκε και η παρέα μαζί του, χτυπώντας του παλαμάκια και συνοδεύοντας τον, στο απίστευτο ταξίδι και
όνειρο που ζούσε ο ίδιος, ιδιαίτερα ακούγοντας τους στίχους και τα λόγια του
τραγουδιού, που εκείνη τη στιγμή εξέφραζαν πολύ και στα γεμάτα τον ψυχικό του κόσμο.
Αλλά… κάποτε και αυτό το τραγούδι
τέλειωσε. Τώρα η ένταση και το πάθος που ένιωσαν όλοι χορεύοντας, τους έκανε να
βγάλουν από πάνω τους τα σακάκια. Το ίδιο έκανε και ο καφετζής, που χτυπιότανε
για τα καλά πίσω από τον μπάγκο του, παίρνοντας πια την απόφαση, πως απόψε δεν
πρόκειται να πάει στο σπίτι του! Ας τον περιμένει η γυναίκα του!
Όταν λοιπόν και πάλι κάθισε η παρέα μετά τον χορό, διαπίστωσε ότι το
τραπέζι τους δεν είχε καθόλου κρασί. Τρύπησαν φαίνεται απόψε οι κανάτες και τα
ποτήρια, και του αφιλότιμου του «μαγαζά» καρφί δεν του καίγεται!
-Ρε κάπελα, του φώναξαν όλοι με ένα
στόμα. Πού είσαι; Πού πας το κρασί που φέρνεις εδώ; Μόνος σου το πίνεις! Εμάς
δεν μας σκέφτεσαι καθόλου! Άντε σε παρακαλούμε φέρε μας γρήγορα να πιούμε, τώρα
που άναψε το γλέντι και πήρε φωτιά η πλατεία…
Τι να κάνει και ο φτωχός ο γέρο-Μήτσος, με βαριά καρδιά, έσκυψε ξανά
κάτω από τον μπουφέ και από τις μισές τις νταμιτζάνες του, γέμισε πάλι με κόκκινο
κρασί το μισοκάρικο και το πήγε για άλλη μια φορά στα παιδιά. Μαζί, επειδή τον έπιασε το φιλότιμο,
πήγε τώρα και λίγο μεζέ. Όχι πολλά πράγματα. Λίγο τυρί με ελιές και μερικές
φέτες ψωμί. Σκέφτηκε μήπως πειράξει τους γλεντζέδες που τα έπιναν «έτσι»,
σκέτα.
Όμως που! Τα νιάτα έβλεπαν μόνο το κρασί. Και γέμιζαν και ξαναγέμιζαν τα
ποτήρια. Και όλοι τους σαν μιλούσε το κρασί, κάτι είχανε να πούνε για τη ζωή
και τις αδικίες της!
Ωστόσο ένας από την παρέα και ο μικρότερος από τα παιδιά, ο Γιάννης, δεν
είχε μιλήσει ακόμα. Μόνο έπινε και άκουγε τους άλλους που φώναζαν και γελούσαν,
συμφωνώντας πάντα μαζί τους μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του και χορεύοντας τους
ασίκικους και μερακλίδικους χορούς τους.
Τώρα σκέφτηκε πως ήταν ώρα να μιλήσει και αυτός, Να πει λίγο-πολύ για τη ζωή του και να δείξει
ότι και αυτός μπήκε πολύ γρήγορα στις μεγάλες της φουρτούνες, τα βάσανα και
τους αναστεναγμούς της, τις πίκρες και τις λαχτάρες της και ό,τι εν τέλει
συνεπάγεται να είναι κανένας άνθρωπος της «πιάτσας» και να ξυπνάει και να
κοιμάται «μάγκας και δερβίσης» σε τούτον τον ντουνιά!
Αμήχανα, πάνω στη ζάλη του κρασιού, κοίταξε για λίγο έξω απ’ το θαμπό
παράθυρο του μαγαζιού. Απέναντι που ήταν η πλατεία, σχεδόν δεν έβλεπε τίποτα.
Σκιά ανθρώπινη δεν φαινόταν να κινείται, γιατί ήταν και περασμένα μεσάνυχτα.
Αλλά το μαύρο σκοτάδι που κυριαρχούσε, δίχως ψηλά το φεγγάρι και τον έναστρο
ουρανό, που την έκαναν παράδεισο σαν φεγγοβολούσαν, του έφεραν μια περίεργη
μελαγχολία. Ούτε κι αυτός κατάλαβε τι έπαθε εκείνη τη στιγμή. Αισθάνθηκε
ξαφνικά την ψυχή του, ίδια με αυτή της σκοτεινής και έρημης πλατείας του
χωριού, που τώρα την έδερνε μόνο ο αέρας και που μόλις και «μετά βίας» έβλεπες
σε μια από τις γωνιές της, να φέγγει λίγο ένας δρόμος που πέρναγε μέσα απ’ το
κέντρο της κι σε ένα από τα πλατάνια της να κουνιούνται τα γυμνά κλαδιά του.
Ήταν από το φως μιας ξεχασμένης λάμπας, που έβγαινε αχνό και νυσταγμένο, έξω
από το παράθυρο κάποιου παλιού και χαμηλού σπιτιού της γειτονιάς.
Και τότε του ήρθε να χορέψει. Να παίξει το γραμμόφωνο εκείνο το τραγούδι
που μίλαγε για
«μια νύχτα χωρίς φεγγάρι και
για ένα παλικάρι που δεν μπορεί να
κοιμηθεί»
Κουρασμένος ο κάπελας απ’ το «σύρε κι έλα» όλη μέρα στο μαγαζί, εξυπηρετώντας
τους πελάτες, μόλις άκουσε την επιθυμία, κούνησε γρήγορα τα πόδια του και
τράβηξε κατά τη γωνία που ήταν η συσκευή. Έψαξε μέσα σε ένα κουτί που ήταν
στοιβαγμένες οι πλάκες και μετά από λίγο βρήκε αυτή με το τραγούδι. Τη σκούπισε
όπως, όπως με το μανίκι του και την έβαλε πάνω στο γραμμόφωνο, αφού το
κούρντισε από την αρχή. Εκείνο άρχισε να παίζει και το μαγαζί γέμισε πάλι από
μελωδίες και νότες, γεμάτες με θλίψη και παράπονο. Και όχι μόνο! Το τραγούδι
αυτό είχε και μια εξαίρετη «ζεμπεκιά», που σήκωνε να χορέψει ακόμα και τον άρρωστο από το κρεβάτι του!
Και τι δεν έγινε τότε! Χαμός μέσα
στο μαγαζί. Με πρώτο τον Γιάννη που έδινε τα «ρέστα» στο πανέμορφο ζεϊμπέκικο
που χόρευε αλλά και από τα παλαμάκια των άλλων με τα «όπα» και τα «αλά» που
φώναζαν, τα ποτήρια που γέμιζαν και άδειαζαν και τέλος από τα κομμάτια που
γίνονταν αυτά στην πρόχειρη πίστα, έγινε πραγματικά ένας χαλασμός
Τόσα ήταν τα μεράκια στο χορό αλλά και στο γλέντι που άναψε, ώστε μαζί
με την παρέα αυτή τη φορά, σηκώθηκε να «χορέψει» και ο ίδιος ο καταστηματάρχης.
Παρά το ολοήμερο τρέξιμο και την εξάντληση που ένιωθε, του ήρθε να πάρει μέρος και
αυτός στη διασκέδαση και να αφήσει ελεύθερο εκείνη τη στιγμή τον εαυτό του από
κάθε είδους προβλήματα και στεναχώριες. Άλλωστε ήταν ευκαιρία να δείξει και ο
ίδιος, σαν μαγαζάτορας που ήταν, και τις δικές του χορευτικές του ικανότητες
και πως μαζί με τους πελάτες, κάθε που του δίνεται η ευκαιρία, ξέρει και του
λόγου του να γλεντάει.
Επιπλέον να ξεχάσει πως απόψε θα πάει στο σπίτι του! Μέχρι το πρωί έχει
κάτι το καλύτερο να κάνει. Να πιει λίγο παραπάνω και να γίνει ένα με τους
πελάτες…
Και ήταν αλήθεια. Με τα κέφια να χτυπάνε στο κόκκινο, προχωρούσε η νύχτα
και κανένας δεν έλεγε να το «κουνήσει» από εκεί, το στενό αλλά πολύ μεγάλο στη
διασκέδαση καπηλειό του μπάρμπα-Μήτσου και να πάει στο σπίτι του. Για κάποιους
απόψε ο χρόνος σταμάτησε εδώ και θα το κάψουνε «το πελεκούδι», μέχρι που να
δούνε τον ήλιο να βγαίνει στην Ανατολή.
Εξ άλλου ρε καλοί μου φίλοι, υπήρχε
ακόμα ένας, ο τελευταίος από την παρέα, που δεν πήρε ακόμα τον λόγο. Που δεν
είπε κι αυτός μέσα από το γραμμόφωνο τον καημό του και έτσι να «ξεσπάσει» με
ένα καινούργιο, δικό του ζεϊμπέκικο, που θα ήθελε να χορέψει!
Ο λόγος λοιπόν για τον Γιώργο. Εξαίρετο παιδί και ευγενική φυσιογνωμία,
από τα καλά στον χαρακτήρα μέσα στο χωριό. Και όμορφο χωρίς αμφιβολία. Ήταν
όμως λίγο άτυχο. Τη μέρα που γύρισε από το πολύχρονο «φανταριλίκι» και πήρε το
απολυτήριο από τον στρατό, αντί να χαρεί για την επιστροφή του στο χωριό, τον
βρήκε μια συμφορά! Πέθανε η μάνα του που ήταν άρρωστη για αρκετό καιρό. Και
μάλιστα η καημένη σε μικρή ηλικία.
Έτσι έμεινε αυτός με τον πατέρα του
και τα άλλα τα αδέρφια, που ήταν μικρότερα για να συνεχίσουν τη ζωή, δίχως τη
μητρική παρουσία στο σπίτι και την αγάπη.
Και
αυτό του στοίχισε. Ήδη πέρασαν τρία χρόνια από τότε ίσως και περισσότερο μα
ακόμα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το χαμό της. Τη θυμάται παντού, όπου κι αν
βρίσκεται, στο σπίτι και στη δουλειά. Ακόμα και τώρα, με αυτή την παρέα και σε
αυτό το μαγαζάκι που τα πίνει, φέρνει μπροστά του τη μορφή της και τον πιάνει
το παράπονο που την έχασε τόσο γρήγορα.
Ολόκληρος άντρας βέβαια! Όμως δεν έχει σημασία. Μέχρι να γεράσεις, τη
μάνα σου ζητάς.
Και αυτή τη στεναχώρια ο άνθρωπος απόψε την είπε στη παρέα. Τη μολόγησε
βουρκωμένος. Και όλοι μελαγχόλησαν. Και όλοι τον αγκάλιασαν. Έβαλαν πάλι κρασί
στα ποτήρια και τα τράβηξαν μονορούφι. Άσπρο πάτο που λένε όσοι είναι
μερακλήδες στο ποτό. Και ξανάβαλαν. Και πάλι το ήπιαν. Όλο. Για τον πόνο του
φίλου τους!
Ακριβώς τότε, πάνω στην ώρα άρχιζε να παίζει και στο γραμμόφωνο ένα
καινούργιο τραγούδι. Ένα τραγούδι που έλεγε για τη μάνα και το τραγουδούσε η
Μαρίκα Νίνου:
«Σαν τη μάνα κανείς δεν σε προσέχει
και χαρά-χαρά σ’ όποιον την έχει».
Στο άκουσμα το παλικάρι δεν άντεξε. Πολύ βαρύς του ερχόταν ο πεθαμός της
μάνας του και αυτή την ώρα ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα και τη μεγάλη
του συγκίνηση. Ήθελε κάπου να ξεσπάσει! Γι αυτό έπιασε μπροστά του το τραπέζι
και το έσφιξε γερά. Τόσο, που μέσα στη δίνη του παραλογισμού του, το γύρισε
ανάποδα. Πιάτα και ποτήρια τότε, έγιναν κομμάτια και μόνο το αλουμινένιο
μισοκάρικο έμεινε ανέπαφο με το κρασί του να χύνεται στο ραγισμένο και
τσιμεντένιο πάτωμα.
Ύστερα με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό, σηκώθηκε να χορέψει. Είχε
πολύ καιρό να το κάνει αυτό. Από τότε που «έφυγε» η μάνα του. Σεβάστηκε τον
θάνατό της. Απόψε όμως ένα «βαρύ» ζεϊμπέκικο της το «χρωστάει». Σ’ αυτή και
στον εαυτό του! Ήθελε να τον δει και η δόλια από εκεί πάνω και να χαρεί. Αλλά
να δει και ο χάροντας, πώς χορεύουν οι γιοι, για τις πεθαμένες τις μάνες τους
και ίσως τον πιάσει το φιλότιμο και άλλη φορά δεν πάρει νέα μάνα στον κάτω
κόσμο.
Και ο φίλος από την παρέα χόρεψε με την ψυχή του. Μέσα στον μικρό χώρο,
χόρεψε ταπεινά και με αξιοπρέπεια για να ανακουφίσει τον πόνο του.
Οι άλλοι έσκυψαν γύρω του και τον
έβλεπαν στον μοναχικό του «καημό» και χτυπούσαν παλαμάκια. Κάθε βήμα του στο
χορό, ήταν γι αυτόν μια θύμηση και κάθε στροφή του, ένα καλύτερο από το σήμερα,
αύριο.
Άλλωστε αυτό σημαίνει και ζεϊμπέκικος χορός..!
Κάποτε, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, η ξύλινη και ξεθωριασμένη από τα χρόνια
πόρτα του καπηλειού άνοιξε και η παρέα που γλεντούσε βγήκε έξω για να τραβήξει
ο καθένας στο σπίτι του. Έκανε κρύο και ο αέρας ακόμα φυσούσε., Όμως κανένας
δεν το ένιωθε. Όλοι είχαν ριγμένα τα σακάκια στον ώμο τους. Ο κάπελας, που
εκείνη την ώρα δεν ήξερε τι να τους πει, καληνύχτα ή καλημέρα, έμεινε για να
τακτοποιήσει το μαγαζί.
Καθώς σκούπιζε, χωρίς να το θέλει, κοίταξε έξω από το μισάνοιχτο
παράθυρο του μαγαζιού του. Πέρα στο ποτάμι, μετά το πέρασμα της γέφυρας και
κάτω από το φως του φεγγαριού, που μόλις μπόρεσε να βγει από τα σύννεφα, είδε
τα παιδιά να χωρίζουν. Ύστερα να γίνονται σκιές και να χάνονται μέσα στη σκόνη
που σήκωνε ο αέρας και στο βάθος των δρόμων με τις στροφές τους.
Κρίμα, σιγομουρμούρισε. Πολύ κρίμα! Στη Δωροθέα οι νύχτες, πρέπει να
κρατάνε περισσότερο. Για να κρατάνε περισσότερο και τα γλέντια..!
24-1-2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ