Το αλεξίπτωτο
Εκεί στο καφενείο του Γιακουμή που λέτε, ακούγονταν τα πάντα. Από την απλή γεωργία και την κτηνοτροφία μέχρι την ανωτάτη γεωπονική και κτηνιατρική, από την κομπογιαννίτικη και πρακτική ιατρική μέχρι εκείνη των Παρισίων και από την κατασκευή κάρων, μέχρι εκείνη των σύγχρονων αεροπλάνων. Άμα προσθέσει κανένας ακόμα και μερικά «κακόλογα» σχετικά με ζωηρές γειτόνισσες και «πεταχτούλες» κυρίες, «θερμούς» κουμπάρους και κουμπάρες… άντε και λίγο όμορφες και χαριτωμένες δασκαλίτσες, ε τότε καλύπτει όλο το «φάσμα» των «κοινωνικών σχολίων» και γεμίζει άνετα τις στήλες της τοπικής εφημερίδας του χωριού. Και μη χειρότερα..!
Εκείνο το βράδυ, κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, εκεί στο βάθος του μαγαζιού την κουβέντα μεταξύ των θαμώνων, μονοπώλησε η παρέα του κυρ Γιώργη από τον μαχαλά των προσφύγων. Με τη ρετσίνα να καταναλώνεται σκέτη στα ποτήρια και την ευχή στην «υγεία μας» να ακούγεται κάθε τόσο στα τσουγκρίσματα, ο κυρ Πάνος, ο γείτονας και φίλος του με ένα μόνιμο μειδίαμα στα χείλη, μάρτυς μου ο Θεός λόγω του ποτού, έλεγε και ξανάλεγε για το γιο του που υπηρετεί στην αεροπορία και μάλιστα προς έκπληξη και απορία όλων, πως πέφτει από αυτά με αλεξίπτωτο στη γη!
Και φυσικά όσο του επέτρεπαν οι γνώσεις και η πνευματική διαύγεια, έκανε ανάλυση στην παρέα, για τη διαδικασία που ακολουθείται και το μηχανισμό της πτώσεις και ιδιαίτερα των νόμων της φύσης που λαμβάνουν χώρα κατ’ αυτή!
Στη βαριά και γεμάτη από τον καπνό και τα τσιγάρα ατμόσφαιρα, όλοι όσοι τον άκουγαν, «εννοούντες» και μη, είχαν το στόμα τους ανοιχτό, συλλογιζόμενοι και σκεπτόμενοι, πόσο τέλος πάντων προχωρημένη είναι σήμερα η τεχνολογία, αφού με αυτή κατόρθωσε ο άνθρωπος να πέφτει από ψηλά και να μην παθαίνει το παραμικρό, αλλά συγχρόνως και το πόσο «μεγάλη» ψυχή πρέπει να έχει κάποιος που αμολιέται στο κενό από τόσο ψηλά, από τα «ουράνια», τη στιγμή που οι ίδιοι δεν τολμούν να κάνουν ένα μικρό πηδηματάκι πάνω από το γαϊδουράκι τους και στο κατέβασμα από το σαμάρι του…
Δεν συζητάμε βέβαια και για το «καμάρι» και την περηφάνια που πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος, το παλικάρι που κάνει αυτή τη δουλειά!
Όλα λοιπόν αυτά τα «σημαντικά» πράγματα, έδιναν και έπαιρναν απόψε εδώ στην παρέα και έτσι προχωρούσε η νύχτα και πέρναγε η ώρα, εκεί στο μαυρισμένο και σκονισμένο από τον καιρό ρολόι του τοίχου, πάνω από την πόρτα του μαγαζιού και δώστου ο καφετζής με τη κουβέντα να φέρνει κάθε τόσο και άλλες ρετσίνες, πετώντας πού και πού στους «μπερδεμένους» της παρέας και καμιά «σπόντα», όλο ειρωνεία στα λόγια του, για τις «τάχα» πολύ μεγάλες δυσκολίες που έχει η πτώση με τα αλεξίπτωτα, έτσι ο πονηρός για να διασκεδάσει την κατάσταση στο γενικό «γούρλωμα» των ματιών των συγχωριανών του από όλα αυτά που άκουγαν.
Και εδώ που τα λέμε για τον κυρ Γιώργη της παρέας, που το κεφάλι του τώρα έγινε «νταούλι» από το αλκοόλ, ο καφετζής μπορεί να είχε και ένα δίκαιο. Ναι! Σιγά το κατόρθωμα και τη τέχνη που χρειάζεται να είσαι αλεξιπτωτιστής. Όπως πολύ καλά κατάλαβε από τον κυρ Πάνο δίπλα του, ο αέρας είναι αυτός που σε κρατάει ψηλά και δεν πέφτεις για να γίνεις «κομματάκια» στο έδαφος. Αρκεί βέβαια να έχεις αλεξίπτωτο. Αλλά… πάλι από την άλλη μεριά, που να βρεις αλεξίπτωτο. Δεν πουλάνε στα παζάρια..! Εδώ πράγματι είναι τα δύσκολα.
Απογοητευμένος και απορροφημένος στις σκέψεις ο άνθρωπος, κάποια στιγμή κάρφωσε τα μάτια στο πάτωμα και βγάζοντας «ντουμάνι» τον καπνό από το σέρτικο τσιγάρο του, πίεσε όσο μπορούσε το μυαλό του, μήπως του έρθουν πάνω σε αυτό, τίποτα καινούργιες ιδέες και τον βγάλουν από τα αδιέξοδα. Και πραγματικά. Τη λύση δεν άργησε να την κατεβάσει το ασπρόμαυρο κεφάλι του.
-Μπορεί, είπε από μέσα του, να μην μπορώ να βρω αλεξίπτωτο, μπορώ όμως να βρω πολύ εύκολα κάτι «ανάλογο». Αυτό μάλιστα μπορεί να το έχω και στο σπίτι μου και να με περιμένει να το χρησιμοποιήσω..! Ναι το έχω, σιγομουρμούρισε μην τον ακούσουν οι άλλοι και το πρόσωπό του έλαμψε από ευχαρίστηση που το βρήκε. Το έχω σίγουρα ξαναείπε και μια δοκιμή δεν βλάπτει…
Τι τα συζητάμε όμως. Η ώρα πέρασε. Το «λουξ» κρεμασμένο στο ταβάνι, πήρε να θαμπώνει και οι περισσότεροι χωριανοί μέσα στο μαγαζί, πήραν και αυτοί το δρόμο για το φτωχικό τους. Έφτασε η ώρα για ύπνο βλέπετε. Ακόμα και ο μαγαζάτορας μέσα στον μπουφέ, άρχισε και αυτός το χασμουρητό και εδώ που τα λέμε, πάνω στα χέρια του χωρίς να το καταλάβει, πήρε και τον πρώτο του υπνάκο. Τι να έκανε και αυτός ο άμοιρος! Δεν μπορούσε να διώξει τους πελάτες και να κλείσει επειδή πέρασε η ώρα και αυτός νύσταζε. Αν έκανε κάτι τέτοιο, την άλλη μέρα κανένας πελάτης δεν θα πατούσε στο μαγαζί του. Έτσι οπλίστηκε με υπομονή και περίμενε, μέχρι να φύγει και ο τελευταίος!
Ο τελευταίος… δηλαδή οι τελευταίοι για απόψε, μια και η παρέα που λέμε με την ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα αλεξίπτωτα, δεν έλεγε να σηκωθεί. Μάλιστα, ακόμα και τώρα, τα περασμένα μεσάνυχτα, οι περισσότεροι στη συντροφιά συνεχίζουν ατέρμονη την «κονβερσασιόν» και δεν σταματάνε να κοιτάνε προς το μέρος του καφετζή, κάνοντας του νοήματα να φέρει και άλλες «μαλαματίνες», άσχετα και αν αυτός ο κατεργάρης, κάνει πως δεν βλέπει προς το τραπέζι τους, μόνο και μόνο μήπως τους κάνει να βαρεθούνε, να τα μαζέψουνε και να φύγουνε μια ώρα αρχύτερα.
Ώσπου τελικά ο πονηρός με το «κόλπο» του τα κατάφερε!
Πρώτος από τη παρέα σηκώθηκε να φύγει ο κύριος Χρήστος, τραβώντας μια τελευταία ρουφηξιά από τη ρετσίνα που απέμεινε στο ποτήρι του. «Καπνοτζής» με το όνομα, χρόνια τώρα ασχολούνταν με το εμπόριο καπνού στο χωριό, αλλά φράγκα δεν του περίσσευαν. Λίγο η «καλή» ζωή, λίγο η παραπάνω βόλτα και λίγο το ποτό, όπως τώρα που εξ αιτίας του δύσκολα μπορεί να περπατήσει, πού να έμενε «δεκάρα» στην τσέπη. Παρόλα αυτά όμως, «κύριος» σε όλα και γαλαντόμος, ακόμα και τώρα συνταξιούχος του ΟΓΑ. Άφησε στο τραπέζι τα χρήματα που αναλογούσαν για την πληρωμή του μαγαζιού και ακόμα περισσότερα και με ένα βαθύ χαμόγελο από τη ζάλη του αλλά συγχρόνως και με ένα σοβαρό ύφος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα με το ποτό, έπαιξε δυο-τρείς φορές πάνω- κάτω τα μάτια του για να ξεκαθαρίσει το τοπίο μπροστά του, είπε μια πνιγμένη στο λαιμό του καληνύχτα στα μέλη της παρέας, βρήκε την πόρτα και βγήκε έξω για το σπίτι του.
Από πίσω σηκώθηκε και ο κύριος Αχιλλέας. Κουτσός όπως ήταν στο ένα του το πόδι και λίγο από τη «σούρα», ίσα που κρατιόταν όρθιος. Φώναζε, έβριζε, χτύπαγε την καρέκλα που τον βάσταγε για να μην πέσει, ούτε όμως και αυτός ήξερε τι έλεγε. Όλα αυτήν την ώρα του φταίνε… Το ποτό τον χτύπησε και αυτόν κατακούτελα και αλλοίμονο σε όποιον τώρα πιαστεί σε κουβέντα μαζί του. Δεν πρόκειται να βρει άκρη. Το πολύ-πολύ να ρίξει μαζί του κανέναν τρικούβερτο και ανούσιο καυγά και την επόμενη μέρα από τα πολλά τα λόγια, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, να βραχνιάσει ο λαιμός του και να μην μπορεί να βγάλει μιλιά.
Για αυτό και οι άλλοι, παρά τη μεγάλη ζαλάδα που έχουν στα κεφάλια τους, επειδή γνωρίζουν πολύ καλά αυτό του το χούι και τον εριστικό του χαρακτήρα στο ποτό, έχουν το στόμα τους μανταλωμένο. Και δεν του μιλάνε.
-Άσε καλύτερα να εξαφανιστεί ο «μέθυσος!», έλεγαν από μέσα τους και να ησυχάσουμε! Δεν υποφέρεται όταν πίνει..
Και φυσικά «φέσια-καραφέσια» και οι ίδιοι από το αλκοόλ, δεν είχαν άδικο! Γι αυτό και ο κυρ Αχιλλέας αφού είπε-είπε, πολλά, πάρα πολλά, όταν κατάλαβε όμως στο τέλος ότι τα έλεγε στον βρόντο και σε «ώτα μη ακουόντων», αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά τους, βρήκε και αυτός την πόρτα και έφυγε «στραβά- κουτσά», με τον καφετζή να τρέχει από πίσω του, να του δώσει την τραγιάσκα και μια ζακέτα που τα ξέχασε κρεμασμένα στην κρεμάστρα του καφενείου.
Τρίτος στη σειρά από την παρέα, σηκώθηκε ο μπάρμπα-Γιάννης που είχε το σπίτι του δίπλα στο ποτάμι, εκεί κάτω στα «αλώνια». Τρόπος του λέγειν δηλαδή σηκώθηκε, γιατί τον βοήθησε να σηκωθεί ο καφετζής. Αυτός πάλι μια ζωή, είχε μεγάλη αγάπη για το ποτό. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες στο καφενείο. Μόνιμος θαμώνας εκεί με το ποτηράκι στη χούφτα, κατέβαζε πάντα «ξεροσφύρι» τα ουζάκια, ρίχνοντας κάθε τόσο λοξές ματιές έξω από το παράθυρο στην πλατεία, μήπως από καμιά στροφή του δρόμου φανεί η γυναίκα του η Φώτου και του βάλλει τις φωνές. Ο καλοπερασάκιας, τις περισσότερες φορές, εξ αιτίας της μεγάλης του αυτής «αδυναμίας», συνήθως την «πατούσε» και ξέχναγε τις υποχρεώσεις του στον στάβλο με τα ζώα.
Απόψε ευτυχώς, η άπονη η «φωνακλού» δεν τον έψαξε και έτσι και αυτός, άπληστος όπως ήταν πάντα, με την ησυχία του ήπιε μέχρι «σκασμό». Τόσο που στην αρχή φάνηκε ότι είναι αδύνατον μόνος του να περπατήσει! Ύστερα όμως «ως εκ θαύματος», εντελώς ξαφνικά σταθεροποιήθηκε, αποτρέποντας μάλιστα τώρα τους άλλους να βάζουν χέρι επάνω του, προκειμένου να τον κρατήσουν όρθιο για να μη σωριαστεί στο δάπεδο του μαγαζιού και τον «γυρεύουν» ανάμεσα στα τραπέζια και τις καρέκλες που κάθονταν οι προηγούμενοι πελάτες. Με την ευγενική διάθεση που συνήθως τον κατείχε, για να είμαστε ακριβείς μόνον όταν έβλεπε «πεταλουδίτσες», ο αφιλότιμος, μόλις ένιωσε πως μπορεί να τα καταφέρει και μόνος του, κοίταξε αγέρωχος στα μάτια τον κάπελα, δίνοντάς του μάλιστα και το χέρι, είπε γλυκά «καληνύχτα» και από την ανοιχτή πόρτα εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Πολύ προβληματισμένος, αν έπρεπε να σηκωθεί και να πάει σπίτι του, ήταν ο κυρ Γιώργης. Καλοντυμένος πάντα σε όλες τις εξόδους του με το μαύρο κουστούμι και το λευκό πουκάμισό του, άνθρωπος «μερακλαντάν», ακόμα και αυτή την περασμένη ώρα, δεν θα έλεγε όχι για ένα ακόμα ποτηράκι! Έλα όμως που οι άλλοι έφυγαν και τον πρόδωσαν!
Ακόμα σαν επιστήμονας, τεχνίτης και… «ερημοσπίτης» που ήταν, μαζί με τον κόσμο που γύριζε απόψε στο κεφάλι του, όπως ακριβώς ένας τροχός αμαξιού, γύριζε και εκείνο το «αλεξίπτωτο», που ανέφερε πριν από πόση ώρα, ο γείτονάς του ο κυρ Πάνος με τον γιο που έχει τον αεροπόρο και που πέφτει με αυτό από ψηλά στη γη, πάνω από τα αεροπλάνα και δεν παθαίνει τίποτα.
Ο «δύστυχος» από τότε που το άκουσε δεν μπορεί να αλλάξει τη σκέψη του! Το γεγονός όλο και πιο πολύ βολοδέρνει μέσα στο μυαλό του και τον κάνει να σκέφτεται, πώς θα αισθανόταν, αν και ο ίδιος έκανε το «άλμα» με τούτο το περιβόητο πράγμα που κατασκεύασε ο άνθρωπος! Τι μεγάλη χαρά θα ένιωθε, όταν θα έβλεπε κάτω τον κόσμο να τον χαιρετάει και πόσο πολύ θα ανέβαινε η δημόσια εικόνα του, ας πούμε στο χωριό!
Έτσι σκεφτόταν από μέσα του εκείνη την ώρα ο άνθρωπος και έτσι χαμογελούσε με την ιδέα του αυτή, όταν έτσι, μέσα στην ασπρόμαυρη αυτή τη δίνη των σκέψεών του, αισθάνθηκε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος να τον σκουντάει και να του λέει πως έμειναν οι δυο τους στο μαγαζί!
Τελικά, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, αφήνοντας στην άκρη όλους τους προβληματισμούς του, πείστηκε και αυτός από τον ταλαίπωρο τον καφετζή, να αφήσει κοντά σε αυτούς και την καρέκλα και σιγά-σιγά και να «οδεύσει» για την οικία του. Αλλά όμως πριν πάρει το δρόμο, έκπληκτος ο καφετζής τον άκουσε να λέει:
-Γιακουμή μην ξεχάσω το «αλεξίπτωτο»! Απόψε λέω να «πέσω»! Για να δείτε ποιος είναι ο μπάρμπα-Γιώργος. Τι τον περνάτε, για μισή μερίδα. Κάτι ξέρουμε και εμείς από αλεξίπτωτα..!
Ανάθεμα και αν μπορούσε να καταλάβει ο καφετζής, τι του έλεγε εκείνη την ώρα, λόγω της ομιχλώδους πνευματικής του κατάστασης, ο «φαντασμένος» καθ’ όλα άνθρωπος! Έτσι παρά την κούραση και τη νύστα που τον έτρωγε, μόλις άκουσε όλα αυτά τα παράλογα να βγαίνουν από το στόμα του, εντελώς αυθόρμητα τον έπιασαν τα γέλια. Τόσο, που ξεκαρδίστηκε!
-Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια! Τώρα μιλάει το ποτό του είπε φωναχτά, χωρίς να σκεφτεί μήπως και θυμώσει ο πελάτης και χωριανός του. Επί πλέον, θέλοντας να διακωμωδήσει όσο γινόταν περισσότερο την κατάσταση και να «ικανοποιήσει» το αίτημα του μπάρμπα, του είπε ακόμα σαρκαστικά:
-Ναι, βέβαια! Έλα πάρε και το αλεξίπτωτό σου! Και του έδωσε μια μεγάλη, μαύρη ομπρέλα, που την ξέχασε ο άνθρωπος, πριν μια εβδομάδα στο μαγαζί του, όταν ο Θεός έβρεχε καταρρακτωδώς!
Μετά από όλα όσα συνέβησαν μέσα στο μαγαζί, ποιος ξέρει πόση ώρα βάδιζε μέσα στους δρόμους του χωριού ο κυρ Γιώργης, «ταλαντευόμενος» σαν να ήταν σε βάρκα, μέχρι να βρει το σπίτι του και με την ομπρέλα παραμάσχαλα! Μέσα στην ζάλη του και στο λίγο φως του φεγγαριού, που έμπαινε και έβγαινε στα σύννεφα, παίζοντας μαζί του τον «κρυφτούλη», όλοι οι δρόμοι του φαινόταν πως είναι ίδιοι και πως όλοι τον πάνε στο σπίτι του. Αλλά όμως κανένας δεν βρισκόταν, τόσο εύκολα και απλά, να τον πηγαίνει στον προορισμό του.
Τελικά κάποτε, μόνο «περιπλανώμενος» και όχι «δυστυχισμένος», που λέει το άσμα, αντίθετα μάλιστα πολύ ευδιάθετος, κάποιος «καλός» δρόμος, έστω και καθυστερημένα τον έφερε μπροστά στην αυλή του.
Ψάχνοντας στα τυφλά με το χέρι του, βρήκε το σύρτη και άνοιξε την αυλόπορτα. Το μυαλό του, συνέχιζε να είναι θολωμένο γι αυτό και όλα μέσα στην αυλή, ακόμα και το σπίτι με το υπόστεγο, συνέχιζαν να έρχονται και να φεύγουν αλλά και να περιστρέφονται γύρω του, όπως οι κούνιες στα λούνα πάρκ. Προχωρώντας με μικρά βήματα «σημειωτών», κινδύνεψε πολλές φορές να πέσει και να χτυπήσει πάνω στους τοίχους, μέχρι να φτάσει στην πόρτα του σπιτιού. Τα κατάφερε όμως και την έφτασε, πιάνοντας κάθε τόσο τις ρίζες της κληματαριάς, που φύτεψε πριν από χρόνια μπροστά στην αυλή, έχοντας για στήριγμα του και… την ομπρέλα.
Με μεγάλη προσοχή, μήπως ξυπνήσει τη γυναίκα του που κοιμόταν στο δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Αποκαμωμένος κάθισε σε ένα από τα μιντέρια του σαλονιού. Εκεί πήρε μια βαθιά ανάσα ξεκούρασης και ευχαρίστησης, που επιτέλους βρέθηκε στο σπίτι του…
Ο δόλιος εδώ που ήταν, ήθελε πολύ να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Μα αυτό φαινόταν αδύνατον. Τον «ταλάνιζε» ακόμα εκείνη η ιδέα να πετάξει με το αλεξίπτωτο! Και όταν «σφηνώνονται» τέτοιες ιδέες στο μυαλό του, είναι αδύνατον να τις βγάλει, αν αυτές δεν γίνουν πράξη. Απόψε ειδικά, που βλέπει γελαστό τον κόσμο, που αισθάνεται πως είναι ένας αφέντης, βασιλιάς, ταξιδευτής, που όλα χορεύουν και γελάνε για πάρτη του και τα δύσκολα γίνονται εύκολα, είναι ευκαιρία να κάνει το «εγχείρημα», μήπως του φύγει η περιέργεια και το μεράκι, να πετάξει και ο ίδιος σαν αλεξιπτωτιστής και να δει μέσα στη νύχτα από ψηλά τους ανθρώπους, χωρίς να περνάει από το μυαλό του ο κίνδυνος να τσακιστεί στο έδαφος, όπως συμβαίνει στις άλλες περιπτώσεις, που το κεφάλι χωρίς οινόπνευμα, τα έχει «τετρακόσια» και είναι αδύνατον να παίρνει αυτού του είδους τις αποφάσεις και γενικά «ανάποδες» στροφές!
Με όλα λοιπόν αυτά τα όμορφα, τα «πανέμορφα» πράγματα που ευχαριστούσαν και εύφραιναν την ψυχούλα του, άπλωσε το χέρι του να πάρει από δίπλα ένα μαξιλάρι για να ακουμπήσει καλύτερα το σώμα του. Αντί όμως γι αυτό έπιασε κάτι σκληρό, κάτι σαν σίδερο να πούμε. Ήταν η ομπρέλα που του έδωσε ο καφετζής και ούτε που κατάλαβε πώς την έφερε μέχρις εδώ. Την έπιασε και την έφερε κοντά στα μάτια του, για να δει στο σκοτάδι καλύτερα. Όταν βεβαιώθηκε γι αυτή, την άνοιξε και μπήκε για λίγα λεπτά της ώρας από κάτω της.
Και όσο ήταν έτσι, μια καινούργια ιδέα φώτισε το μυαλό του! Να κάνει την ομπρέλα «αλεξίπτωτο» και να πετάξει, και να δώσει έτσι την λύση στο πρόβλημά του. Βέβαια, η ίδια λύση πέρασε από το μυαλό του και πολύ πριν, όσο ήταν μέσα στο μαγαζί. Ωστόσο όμως την ξέχασε και την ξαναθυμήθηκε τώρα που έχει στα χέρια του την ομπρέλα. Κρίμα σκέφτηκε, γιατί και ο ίδιος ο καφετζής όταν έφευγε, του είπε ξεκάθαρα: «Να πάρε το αλεξίπτωτό σου!»
-Κοίταξε να δεις, είπε στη συνέχεια φωναχτά και χαμογέλασε. Να έχω το εργαλείο απάνω μου και να μην το ξέρω!
Έκλεισε την ομπρέλα και ανακουφισμένος την έσφιξε μπροστά στο στήθος του. Εκείνη την ώρα νόμιζε πως έσφιγγε πάνω του, το «ωραιότερο πράγμα του κόσμου!»
Τώρα έμενε μια μικρή λεπτομέρεια. Τρόπος του λέγειν δηλαδή «μικρή»! Ίσως αυτή ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην όλη διαδικασία της πτώσης. Πού θα βρει αεροπλάνο να κάνει το άλμα; Πάλι λοιπόν απελπισμένος και με κομμένα τα φτερά, επειδή το όνειρό του, απόψε μια τόσο όμορφη βραδιά, φαινόταν να διαλύεται άδοξα, με την ομπρέλα στα χέρια, πήρε να ανεβαίνει τη σκάλα για τον επάνω όροφο του σπιτιού του. Γιατί;
Μακάρι και ο ίδιος να ήξερε. Πάντα με τη γυναίκα του κοιμόντουσαν στο ισόγειο. Απόψε…
Μόλις πάτησε το πόδι του απάνω, τράβηξε κατ’ ευθείαν σε ένα από τα παραθύρια. Μέσα από τη λευκή κουρτίνα που κρεμόταν μπροστά του, είδε το φεγγάρι να λάμπει χρυσό στον ουρανό. Την τράβηξε και άνοιξε το ένα από τα παραθυρόφυλλα για να θαυμάσει την ομορφιά του. Όρθιος εκεί, κάθισε για λίγο ακίνητος, χωρίς να χάσει για πρώτη φορά την ισορροπία του. Ύστερα πιάνοντας από το περβάζι για να μην πέσει, κοίταξε κάτω στην αυλή. Πόσα πράγματα έβλεπε κάτω, έστω και λίγο θολά! Τον μπαχτσέ, τα λουλούδια, τα δέντρα αλλά και το μικρό σπιτάκι του σκύλου, που αυτές τις ώρες έλειπε για «περιοδεία» στη γειτονιά.
Αλήθεια! Ήταν ψηλά και κρατούσε στα χέρια του την ομπρέλα! Το «αλεξίπτωτο» με το οποίο σκέφτηκε σήμερα να πετάξει και του το έδωσε ο καφετζής πριν φύγει από το μαγαζί του. Με αυτό χρόνια τώρα, αιωρούνται στο κενό οι αεροπόροι και φτάνουν στη γη, δίχως μια γρατσουνιά στο σώμα τους. Μια δοκιμή του ίδιου, να πέσει τώρα και αυτός από το παράθυρο με ανοιχτή την ομπρέλα, δεν θα ήταν το ίδιο; Έτσι που να «σκάσει» και αυτός ο διάολος από τη ζήλεια για το κατόρθωμα του, και του λόγου του να ικανοποιήσει την μεγάλη του επιθυμία να πετάξει και αυτός και να γίνει ήρωας του εαυτού του, αλλά και… θύμα της «κραιπάλης» μέθης του, που όλη τη νύχτα τον τυραννάει και τον κρατάει ξάγρυπνο αλλά και γιατί όχι, θύμα της ανθρώπινης αδυναμίας και ματαιοδοξίας του..!
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η παρέα στρωμένη στο ίδιο μέρος που καθόταν εψές, μέσα στο καφενείο του Γιακουμή, περίμενε να φανεί και ο «έτερος Καππαδόκης», ο κυρ Γιώργης, για να αρχίσει η ιεροτελεστία της οινοποσίας. Ήδη παραγγέλθηκαν τα προκαταρκτικά ούζα και μεζεδάκια, αλλά ο αναμενόμενος ήταν άφαντος. Στο δεύτερο μάλιστα τσούγκρισμα, άρχισαν να ανησυχούν. Μήπως και έπαθε κάτι ο άνθρωπος;
Η απάντηση στο ερώτημα, ήρθε «κεραυνός εν αιθρία» από τον γείτονά και ξάδερφό του τον κύριο Μήτρο. Ο ίδιος τους ενημέρωσε, πως τον βρήκε «μεστό οίνου», χτες πολύ μετά τα μεσάνυχτα, στην αυλή του σπιτιού του να έχει πέσει από το παράθυρο του πάνω ορόφου και να έχει «σκάσει» εκεί μέσα σε μια στοίβα από πέτρες και ξύλα, με πολλά από τα πλευρά του σπασμένα, ίσως και κανένα από τα πόδια του. Μέσα στη σιωπή της νύχτας συνέχισε, τον άκουσε από το δικό του το χαμηλό παράθυρό, που βογκούσε σαν τραυματισμένο αγρίμι από τους πόνους. Δίπλα του είπε, ότι ήταν και μια κομματιασμένη ομπρέλα!
Και ο γείτονάς του συμπλήρωσε: «Τα αίτια ερευνώνται..!»
Σύξυλη η παρέα και ο κυρ Πάνος, αλλά… και ο καφετζής!
10-3-2019
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ