Η «ΚΑΡΕΚΛΑ»
Τρύφωνας Ούρδας
Χωριανός μου ο Νικολάκης και φίλος από μικρά παιδιά! Μαζί στο Δημοτικό, μαζί στο Γυμνάσιο, μαζί στις ανώτερες σπουδές, μαζί τέλος πάντων στο κάθε όνειρο για τη ζωή. Γνωριζόμασταν τόσο καλά, που ο καθένας μας θα έβαζε «στοίχημα» για τον χαρακτήρα και την ψυχή του άλλου!
Κάποτε όμως οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Ο ένας παντρεύτηκε και τράβηξε στα μέρη της γυναίκας του. Έπιασε στην πόλη που έμεναν δουλειά, έκανε εκεί την οικογένεια του και γενικά ρίζωσε στο τόπο αυτό. Ο άλλος διάλεξε να μείνει στην επαρχία. Έτσι άπλωσε σ’ αυτή τα πλοκάμια του και έστησε σ’ αυτή που λέμε το «τσαρδί» του. Επομένως ήταν φυσικό να μειωθούν και οι επαφές μεταξύ μας.
Κάπου-κάπου βέβαια και περισσότερο εγώ, θέλοντας να κρατήσω ζεστή τη φιλία, τον έπαιρνα στο τηλέφωνο. Αλλά και σ’ αυτό άλλοτε τον έβρισκα και άλλοτε όχι. Τις πιο πολλές φορές μου έλεγαν πως είναι απασχολημένος, δεν μπορεί να μιλήσει ή ότι συσκέπτεται με υπηρεσιακούς φορείς πάνω σε θέματα της εργασίας του. Γι αυτό μου έλεγαν να τον πάρω την επόμενη μέρα. Και αυτό κάθε τόσο..!
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία και τον δικαιολογούσα. Ο άνθρωπος έχει δουλειά έλεγα και ξανάλεγα. Ύστερα όμως οι συνεχείς και αποτυχημένες προσπάθειες να μιλήσουμε, άρχισε να με ενοχλεί. Πολλές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου και κυρίως, μήπως έκανα ή είπα κάτι που τον έκανε να θυμώσει μαζί μου. Όμως πάλι από μέσα μου σιγομουρμούριζα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα μου το έλεγε; Τόσα χρόνια ήμασταν μαζί. Φάγαμε «ψωμί κι αλάτι» που λέει ο κοσμάκης. Οι φίλοι τα λένε όλα. Το ίδιο θα έπρεπε και εμείς!
Έτσι μια μέρα, μέσα στον «πυρετό» των σκέψεων, εντελώς τυχαία στη Θεσσαλονίκη, εκεί κάπου κοντά στο σταθμό των λεωφορείων, συνάντησα κάποιον που τον ήξερε καλά. Έμεναν μαζί στον ίδιο τόπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μου είπε, πως ήταν δημόσιος υπάλληλος και ότι ο Νικολάκης ήταν ο προϊστάμενός του. Δεν μου τον περιέγραψε όμως όπως θα ήθελα!
-Άσε ρε φίλε, μου είπε. Άσε, ο φίλος σου είναι και πολύ σκάρτος! Μαζί με κάποιους άλλους, έκαναν μια «κλίκα» και εξυπηρετούνται μεταξύ τους. Εννοώ κομματική κλίκα. Ο δικός σου μάλιστα το παίζει και κομματάρχης! Ιδιαίτερα τώρα που έγινε και πρόεδρος των συνδικαλιστών, τον βλέπουν μόνο οι «ημέτεροι»! Τους υπόλοιπους, αυτός και οι άλλοι τους έχουν γραμμένους! Η εξουσία της «καρέκλας» βλέπεις!
Κομματάρχης, πρόεδρος, «καρέκλα» ο Νικολάκης, είπα από μέσα μου. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά με τον φίλο μου. Αυτό το «καλοκάγαθο» παιδί, που όλοι το αγαπούσαν και αυτό τους αγαπούσε όλους! Είναι δυνατόν να κάνει τέτοια ο Νικολάκης. Μια τέτοια «αγαθή» ψυχή! Ειλικρινά δεν το χωρούσε ο νους μου…
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που άκουσα τα «θλιβερά μαντάτα» για το φίλο μου. Και επειδή στεναχωρήθηκα, ορκίστηκα να μην τον ξαναπάρω στο τηλέφωνο. Περίμενα μήπως ο ίδιος φιλοτιμηθεί και με πάρει αυτός. Μέρα τη μέρα περίμενα για να του «σύρω» βέβαια και τον «εξάψαλμο», για όλα αυτά που άκουσα. Όμως άδικα περίμενα. Ο φίλος με «αγνοούσε» σε «εγκληματικό βαθμό»!
Ώσπου ένα απόγευμα, πού τον είδα λέτε; Στο γυαλί της τηλεόρασης και σ’ εκείνα τα δελτία των οχτώ! Τινάχτηκα μέχρις απάνω, ακούγοντάς τον να μιλάει στο παράθυρο και να «αντιπαρατίθεται» με άλλους που ήταν επίσης στα παράθυρα. «Έξω φρενών» «και μαινόμενος ταύρος», μιλούσε τόσο για θέματα της αρμοδιότητάς του, όσο και για άλλα πολιτικά θέματα, υπερασπιζόμενος μετά «πάθους» την πολιτική παράταξη που κυβερνούσε και την Κυβέρνηση. Θηρίο ανήμερο λοιπόν ο «δικός» σου, τόσο στα επιχειρήματα, όσο και τις απόψεις του, ούτε που άκουγε τους ευγενικούς συνομιλητές του, παρά τις παρεμβάσεις για ηρεμία του παρουσιαστή και συντονιστή του δελτίου.
Μη πιστεύοντας σε ό,τι έβλεπαν τα μάτια μου, φώναξα και άλλους να μου το επιβεβαιώσουν και επιπλέον να μου πουν, αν ήμουνα ξύπνιος ή έβλεπα όνειρο. Αν αυτός ήταν ο Νικολάκης, το ήρεμο παιδί, το φιλαράκι μου… ή κανένας άλλος. Όλοι όμως μου είπαν, ξύπνιος όν, πως βλέπω καλά και πως ο «άγριος» της τηλεόρασης, ήταν ο κολλητός μου!
Τις επόμενες μέρες, με αφορμή τη γιορτή του Νικολάκη, είπα να παραβιάσω τον όρκο μου και να τον πάρω στο τηλέφωνο. Επιτέλους μια φορά αξιώθηκε να μου μιλήσει. Τι το ήθελα όμως, με στεναχώρησε ακόμα περισσότερο!
-Κοίταξε, άρχισε να μου λέει με βροντερή φωνή και ύφος πολλών «καρατίων». Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε… Πρέπει να κάνουμε ριζικές αλλαγές για να πάμε μπροστά. Εγώ σαν προϊστάμενος δεν πρόκειται να «χαριστώ» σε κανένα. Ούτε θέλω να μου υποδείξει κάποιος τι θα κάνω… Συμβουλές δεν δέχομαι από κανένα επαναλάμβανε. Πρόσφατα πήρα και τη θέση του «προέδρου των συνδικαλιστών» και τώρα μιλάω απ’ ευθείας και με τον Υπουργό. Έτσι για να μην μου «κουνιούνται» και μερικοί..!
Έκλεισα το τηλέφωνο, απογοητευμένος από την εγωιστική συμπεριφορά του καλύτερου φίλου μου. Έσπαγα όμως το κεφάλι μου για να δώσω μια εξήγηση, σ’ αυτή την αλλαγή του απέναντι την κοινωνία αλλά… δεν έβρισκα απάντηση. Πού είναι έλεγα και ξανάλεγα με παράπονο, εκείνος ο άνθρωπος με τον ήπιο χαρακτήρα, με την καλή ψυχή και τη μεγάλη καρδιά που χώραγε μέσα όλους και όλοι τον αγαπούσαν! Τώρα εκδηλώνεται σαν να είναι «τύραννος» και αδιαφορεί αν με τις πράξεις του θα πληγώσει φίλους, συναδέλφους του και ανθρώπους που τον είχαν ψηλά στα μάτια τους. Εν τέλει νά που επιβεβαιώνονται τα λόγια του ανθρώπου που βρήκα προ ημερών στη Θεσσαλονίκη και ο οποίος λίγο-πολύ μου τον περιέγραψε τότε σαν «δικτάτορα». Η θλίψη μου ήταν τόσο μεγάλη, που τώρα πλέον ορκίστηκα, στα σοβαρά πλέον, να μην έχω καμιά επαφή μαζί του!
Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια. Τόσα, που κινδύνευε να χαθεί η παλιά φιλία μεταξύ μας. Στο διάστημα αυτό ούτε ίδιος, ούτε βέβαια και εγώ επιχειρήσαμε να κάνουμε κάποιες επαφές. Έτσι για να ξαναζωντανέψουμε τον παλιό-καλό καιρό που ανθούσε η φιλία μας και τώρα χανόταν «άδοξα», μέρα τη μέρα στις αλλαγές των σελίδων του ημερολογίου.
Όμως η μοίρα δεν μας ήθελε έτσι. Έγραψε να ξαναβρεθούμε και να μιλήσουμε. Έτσι ένα Σάββατο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, με χιόνι να πέφτει στα μπαλκόνια, δέχτηκα την απρόσμενη επίσκεψη του φίλου μου. Ήταν με τη γυναίκα του. Τους δεχτήκαμε «μετά χαράς» στο σπίτι μας και φυσικά τους φιλοξενήσαμε με τον καλύτερο τρόπο. Αγνώριστοι στα πρόσωπα από τα χρόνια που μας βάρυναν, πιάσαμε κουβέντα και λέγαμε για τα «παλιά μας», για ό,τι πέρασε και έφυγε και έγινε παρελθόν και πως τώρα, μονάχα εμείς μείναμε, «πάντα όμως νέοι στη ψυχή», για να τα συζητάμε και να μην τα χορταίνουμε. Με τα πολλά φτάσαμε να συζητάμε και για τον ίδιο και για την πόλη που έμενε.
-Τι να σου πω φίλε μου, αναστέναξε κάποια στιγμή και με κοίταξε μελαγχολικά στο πρόσωπο. Στην Υπηρεσία δεν είμαι πια γιατί συνταξιοδοτήθηκα. Όπως ξέρεις ήμουνα προϊστάμενος και συνδικαλιστής. Όσο υπηρετούσα μπορεί και να ήμουνα υπερβολικός. Όλα ήθελα να τα ξέρω και σε όλα ήθελα να έχω γνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνο το διάστημα. Η εξουσία ίσως που είχα και η «καρέκλα» της! Νόμιζα ότι εγώ μονάχα ήμουνα ο «αρχηγός» και όλοι οι άλλοι πως είναι κάτω από μένα. Πως όλα γυρίζουνε γύρω από εμένα. Ίσως η άτιμη η «καρέκλα» επανέλαβε… Αυτή σε κάνει αλαζόνα, σε κάνει να χάνεις την επαφή σου με τον κόσμο. Δεν ακούς τη συνείδησή σου αλλά τον εγωισμό σου. Και φυσικά να πέφτεις έτσι σε λακκούβες. Σε λακκούβες που σου έστησαν οι άλλοι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία σου για την εξουσία. Βέβαια αυτό το καταλαβαίνεις αργότερα. Όταν «ξεκολλήσεις» από την καρέκλα. Τότε όμως είναι αργά. Δεν μπορείς να διορθώσεις τίποτα. Και το χειρότερο! Στον Γολγοθά που ανεβαίνεις και ζητάς βοήθεια, όλοι σε ξεχνούν. Όπως τα «μαγείρεψες» σου λένε, έτσι τώρα κάτσε να τα απολαύσεις. Έτσι τρέχεις μόνος σου!
-Τι εννοείς, του είπα για να κάνουμε διάλογο και να μη μιλάς μόνος σου;
-Να, μου είπε. Στην καρέκλα δεν κάθεσαι μόνος σου. Κάποιοι σε βάζουν να καθίσεις. Τώρα μη ρωτάς αν αυτό γίνεται νόμιμα ή παράνομα. Τις πιο πολλές φορές γίνεται παράνομα. Σαν καθίσεις, όλοι αρχίζουν να σε «υμνούν». Να πλάθουν «αγγελικό» το πρόσωπό σου. Ξέρεις με εκείνα «τα όμορφα λόγια τα μεγάλα». Και συ να θεωρείς τον εαυτό σου παντοκράτορα. Καβαλάς το καλάμι και αρμενίζεις σε πελάγη… ευτυχίας. Φυσικά οι άλλοι από «πίσω» σε κοροϊδεύουν και γελάνε. Κάνουν τη δουλειά τους με σένα «υποχείριο» και «μπροστάρη», σε εκμεταλλεύονται και όταν πια τους είσαι άχρηστος, σε πετάνε σαν μεταχειρισμένη τσίχλα ή σαν τη μύγα, τρίχα, όπως θες πες το, από το ζυμάρι.
-Και σένα ρε φίλε του είπα, τι σου κάνανε;
-Έτσι έγινε και με εμένα συνέχισε. Μου έδωσαν μια θέση και μου είπαν πόσο «μεγάλος» είμαι. Ύστερα με μπέρδεψαν στις υποθέσεις τους, εγώ ακολούθησα τα σχέδιά τους και όταν βρέθηκα «εκτεθειμένος» με παράτησαν. Καλά να πάθω, έκανε προς στιγμή την αυτοκριτική του ο φίλος. Έναν άνθρωπο, συνέχισε να λέει, αν θέλεις να τον δοκιμάσεις για το αν είναι καλός ή κακός, δώσε του εξουσία. Ναι εξουσία! Εγώ την πήρα και τα έκανα «θάλασσα». Γιατί από εκεί πάνω, κάποιους αδίκησα. Και αυτό για να κρατήσω την «καρέκλα». Μπορεί να την πήρα σχετικά εύκολα, όμως δεν μπόρεσα να την κρατήσω όπως θα έπρεπε. Γιατί ακόμα σου λέω, πως η διαχείριση της εξουσίας είναι σαν τα χρήματα. Πολλές φορές εύκολα τα αποκτάς, δύσκολα όμως τα κρατάς και τα αξιοποιείς προς όφελός σου!
-Και τώρα του είπα, τι κάνεις;
-Τώρα, μου λέει είμαι στα δικαστήρια! Βούλιαξα στα λασπόνερα τα όνειρα κάποιων ανθρώπων που αδίκησα, όπως βούλιαζα κάποτε εγώ από «δόξα» στην καρέκλα που καθόμουνα. Και φυσικά πληρώνω. Στο «ειδώλιο» όμως, είμαι μόνος μου. Όλοι οι άλλοι που φταίνε, και περισσότερο από μένα, όχι μόνο δεν είναι μαζί μου αλλά έγιναν και οι καλύτεροι κατήγοροί μου!
Σηκώθηκα και πήγα κοντά του. Έπιασα το χέρι του σαν να ήθελα να τον παρηγορήσω και του είπα.
-Μετάνιωσες για την «καρέκλα;»
-Τι να σου πω, μου είπε, δεν ξέρω… Γιατί πραγματικά, τώρα θα ήθελα να είχα την «καρέκλα».
-Γιατί, του είπα έκπληκτος, τι θα έκανες;
-Θα τους πατούσα το κεφάλι κάτω σαν το φίδι, μου είπε παγερά..!
Τελικά κατάλαβα ότι ο φίλος μου δεν έβαλε μυαλό. Όχι! Το σώμα και η ψυχή του πήραν το σχήμα της «καρέκλας» που καθόταν τόσα χρόνια και ήταν δύσκολο να την αποχωριστεί. Ούτε και τώρα, που εξ αιτίας της υποφέρει… Τι σου είναι λοιπόν αυτή η «καρέκλα» στον κόσμο μας! Και στην Ελλάδα μας βέβαια, ακόμα περισσότερο..!
16-7-2018
ΤΡΥΦΩΝ
ΟΥΡΔΑΣ