Α΄ έπαινος
Γεώργιος
Δ. Αναγνωστόπουλος
Φ Ω Σ Α Π Ο Τ Η Ν Π Α Τ Ρ Ι Δ Α
Απρίλης του 1906.Το ξεροβόρι που κατέβαινε απ΄ τα βουνά, έδερνε τα χωριά του Τριγώνου της Πρέσπας. Κι ας είχαν εδώ κι εκεί ανθίσει οι πρώτες πασχαλιές. Το μήνυμα της καλοκαιρίας δεν έφτανε όμως ως την καρδιά. Οι χωρικοί ωστόσο δεν τρόμαζαν από το ξεροβόρι. Κάτι άλλο τους βασάνιζε και τους έκανε σκυθρωπούς: Η κομιτατζήδικη απειλή.
Οι πιέσεις των Βουλγαρικών παραγόντων προς τον ορθόδοξο πληθυσμό στο Ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντείνονταν προκειμένου να ενσωματωθούν, παρά την θέλησή τους, στην αυθαίρετα ανακηρυχθείσα αυτοκέφαλη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία, που αποσχίσθηκε το 1870 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Πέρυσι σαν τέτοιες μέρες είχαν ειπεί: «Ακόμα τούτη η άνοιξη». Κι είχαν ελπίσει. Μα ένας χρόνος από τότε είχε περάσει, ένας χρόνος γεμάτος φωτιά και καταστροφή. Το Βουλγαρικό κομιτάτο συνέχιζε να σκορπίζει τον τρόμο. Και η απόμερη εκείνη γωνιά της Ελληνικής γης, που αιώνες είχε ζεστάνει τον σπόρο της λευτεριάς στις καρδιές των ανθρώπων της και από γενιά σε γενιά είχε ονειρευτεί να ιδεί τον σπόρο αυτόν κάποτε να φυτρώνει και να καρπίζει, γνώριζε τώρα μαρτύρια, που γίνονταν, έτσι έλεγαν οι κομιτατζήδες, ‘’για χατίρι της λευτεριάς’’. Μα η λευτεριά αυτή που έταζαν οι κομιτατζήδες ήταν το ‘’σάβανο’’, που ερχόταν κάθε μέρα να σκεπάσει κι από έναν Έλληνα. Η λευτεριά αυτή σκόρπιζε, αντί την χαρά, τα δάκρυα, γέμιζε με σκοτάδι απελπισίας την ψυχή τους.
Οι Βούλγαροι πράκτορες και τα αδρά αμοιβόμενα εγκληματικά όργανά τους, με την ανοχή και των Τουρκικών Αρχών, ένα και μόνον πρόγραμμα είχαν: Να τρομοκρατήσουν και να εξοντώσουν, όσο περισσότερο μπορούσαν, τον Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής για να αλλοιώσουν την δημογραφική της διάρθρωση με βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, όπως πρόβλεπαν τα σχέδια του πανσλαβισμού.
Οι δολοφονίες ελλήνων πολιτών από Βουλγάρους κομιτατζήδες είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο. Μόνο το 1903 δολοφονούνται 283 Έλληνες. Φυσικά άρχισαν από εκείνα τα Ελληνικά στοιχεία, που γνώριζαν ως πλέον δυναμικά και πλέον αφοσιωμένα στην εθνική υπόθεση. Έτσι δολοφονήθηκαν κατά εκατοντάδες Έλληνες ιερείς, καθηγητές, δάσκαλοι, οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα και τα παιδιά τους, πυρπόλησαν ολόκληρα Ελληνικά χωριά, άρπαξαν περιουσίες, έκλεισαν σχολεία κι εκκλησίες και με την ανοχή και την βοήθεια των Τούρκων κατόρθωσαν να επιβάλουν αληθινή τρομοκρατία.
Η επίσημη στάση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε στην επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας. Όμως, αυτή η τακτική των βουλγάρων αφύπνισε τους Έλληνες και πολλοί απ΄ όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας, έτρεξαν εθελοντές, να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες σ΄αυτόν τον σκληρό και άνισο αγώνα τους. Τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα πληθαίνουν και ξαπλώνονται σε ολόκληρη την έκταση της Μακεδονίας, στην προσπάθεια να την σώσουν από τα νύχια του βουλγαρισμού. Τι κι αν η λύσσα των δολοφόνων αυξάνει, αφού μόνο στα 1905 έπεσαν κάτω από βουλγαρικό μαχαίρι 365 Έλληνες. Θεριεύει παράλληλα το Ελληνικό πείσμα και το πνεύμα της επιθετικής Αντίστασης και τελικά η Ελληνική Μακεδονία σώζεται! - -Σε λίγες ημέρες ήταν το Πάσχα. Θάπρεπε σαν καλοί χριστιανοί να γιορτάσουνε κι αυτοί την Ανάσταση. Όμως σε ποιά εκκλησιά; Με ποιόν παπά να τους λειτουργήσει και να τους δώσει απ΄ την Ωραία Πύλη το Φως το Ιλαρό; Τους είχαν κλείσει τις εκκλησιές. Τους παπάδες τους, τους είχαν σκοτώσει. Κι είχαν τάξει σκληρό θάνατο σ΄ όποιον τολμούσε να ψάλει τα Ορθόδοξα αναστάσιμα. Αν ήθελαν να γιορτάσουν την Ανάσταση, ο σχισματικός παπάς ήταν έτοιμος να τους δώσει το Φως. Ας τον προσκυνούσαν και θα δέχονταν τις ευλογίες του.
Τι περίμεναν κι αρνιόνταν τόσο πεισματικά τα Ελληνικά χωριά του Τριγώνου; Η αλήθεια ήταν, πως δεν περίμεναν παρά ένα θαύμα. Γιατί, μ΄ όλο που ο Μακεδονικός αγώνας είχε
αρχίσει, ποιος θάφτανε ως τα απόμακρα χωριουδάκια τους για να τους φέρει βοήθεια και υποστήριξη; Κι αν έφτανε, πώς πάλι θα μπορούσε να σταθεί, αφού όλα τριγύρω τα βουνά τα γέμιζαν ταμπουρωμένοι πάνοπλοι οι κομιτατζήδες; Και το θαύμα, λοιπόν, αν γινόταν, δεν θα βάσταγε για πολύ.
Η Μεγάλη Πέμπτη διάβηκε έτσι δίχως ν΄ακουστούν τα Ευαγγέλια και τη Μεγάλη Παρασκευή η καμπάνα δεν τολμούσε να χτυπήσει λυπητερά, είχε απομείνει και κείνη βουβή. Οπότε, κατά το βραδάκι, πριν να πέσει το σκοτάδι, ήρθε λαχανιασμένο ένα τσοπανόπουλο στο Τρίγωνο και είπε στους προεστούς, πως λίγη ώρα έξω από το χωριό στάθηκαν Μακεδονομάχοι, Έλληνες. Στην αρχή δεν ήθελαν να το πιστέψουν, ώσπου ο μικρός άρχισε ν΄ αραδιάζει σημάδια και ονόματα, που δεν μπορούσαν νάναι της φαντασίας του. Τότε ξάφνου το μάτι τους γέλασε: «Δε θες νάταν αλήθεια»;
Πήραν απόφαση, λοιπόν, να τους πάει ως το λημέρι να δούνε. Και άμα έβλεπαν, τότε μονάχα θα πίστευαν. Έτσι είπαν. Κι έτσι έγινε.
Όταν έφτασαν εκεί, είχε νυχτώσει για καλά. Μα από τον σκοπό που τους σταμάτησε, αμέσως κατάλαβαν πως το θαύμα είχε γίνει. Κι άρχισαν ν΄ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, αναμεταξύ τους, άλλοι πάλι δόξαζαν τον Θεό κι άλλοι σταυροκοπιούνταν. Απ΄ τη χαρά τους έκαναν όλοι σαν τρελοί. Οι Μακεδονομάχοι που είχαν γύρει για να ξαποστάσουν , όταν άκουσαν τις φωνές πετάχτηκαν κι έτρεξαν στο καραούλι με τ΄ όπλο στο χέρι. Είδαν και με την πρώτη ματιά αμέσως κατάλαβαν κι αυτοί.
Κατέβασαν τα όπλα, έδωσαν τα χέρια, κι ύστερα όλοι μαζί τράβηξαν για το χωριό. Καθώς διάβαιναν από τους σκοτεινούς δρόμους, άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα κι ακούγονταν καλωσορίσματα, που και που και κανένας γυναικείος λυγμός. Θαρρείς και το ξεροβόρι σταμάτησε, η νύχτα έγινε ξάφνου φιλόξενη, η ελπίδα έφεγγε στις καρδιές τους, όπως όταν γυρνάς από την Λιτανεία του Επιτάφιου.
- Το Μεγάλο Σάββατο ξημερώνοντας βρήκε το χωριό όλο στο πόδι. Ήθελαν να καμαρώσουν τα παλληκάρια, που ο ερχομός τους είχε διώξει μακριά τον εφιάλτη. Ήθελαν να τους παρακαλέσουν να μείνουν κοντά τους την άγια εκείνη ημέρα, να γιορτάσουν την Ανάσταση και το Πάσχα μαζί. Και τους καμάρωναν. Δώδεκα ήταν όλοι κι όλοι. Μα στους χωρικούς του Τριγώνου φάνταζαν για στρατός ολόκληρος. Κι ύστερα τους είπαν: «Να μείνετε εδώ μαζί μας. Να κάμουμε το Πάσχα μαζί».
Μα ο αρχηγός του σώματος, αφού κοίταξε τα παλληκάρια του ένα προς ένα, αποκρίθηκε:
-Καλή η πρόσκλησή σας και για μας μεγάλη χαρά. Μα, αν ήρθαμε ως εδώ, δεν ήρθαμε για να γιορτάσουμε. Ήρθαμε για να φέρουμε, όχι μόνο στο χωριό σας, μα και στ΄άλλα τριγύρω χωριά, το μεγάλο μήνυμα της Πατρίδας. Γι΄αυτό έχω απόφαση να τραβήξω ως το πιο βασανισμένο χωριό, φέρνοντας το μήνυμα αυτό. Πέστε μου πού έχουν μαζευτεί οι πιο πολλοί κομιτατζήδες, να πάμε εκεί να αναστήσουμε.
Οι χωρικοί, αν και παραξενεύτηκαν με την παράτολμη εκείνη απόφαση, μετρώντας όμως τη χαρά που είχαν νιώσει οι ίδιοι, δεν θέλησαν να την στερήσουν κι απ΄τους άλλους πατριώτες της περιοχής. Και αφού ο αρχηγός του σώματος ζητούσε να του ονομάσουν το πιο βασανισμένο χωριό, δεν ήταν δύσκολο να του το πούνε. Πετροχώρι τόλεγαν.
- Τρείς ώρες δρόμο από κει, τριγυρισμένο από βουνά, θαρρείς αποκλεισμένο απ΄τον κόσμο, βρισκόταν το χωριό που ζητούσε. Από παντού το είχαν ζωσμένο οι κομήτες, κόβοντάς του την ίδια την ανάσα του. Τόσο πολύ, που τώρα για το Πάσχα είχαν
διατάξει να μην ανάψουν οι χωριάτες τους φούρνους να ψήσουν το ψωμί τους. Κι άμα έβλεπαν έστω κι από ένα σπίτι καπνό, θα κατέβαιναν να τους κάψουν.
-Κι αν φτάσετε ως εκεί, είπαν οι προεστοί του Τριγώνου, μπορεί και να μην βρείτε παρά έρημο τόπο και ρημαγμένο. Και θάχετε και μεγάλο κίνδυνο να χαθείτε και σεις.
-Τον κίνδυνο δεν τον λογαριάζουμε, αποκρίθηκε ξανακοιτάζοντας τα παλληκάρια του ο αρχηγός. Γιατί αν λογαριάζαμε τον κίνδυνο, θα είμαστε στα σπίτια μας και θ΄ανασταίναμε με τους δικούς μας ήσυχοι. Τώρα η Πατρίδα μας έταξε σε έργο δύσκολο. Θα προχωρήσουμε…
Έτσι ξεκίνησε το μικρό σώμα κι αφού βάδισε ως το απομεσήμερο έφτασε σ΄ένα ύψωμα. Κάτω σε μια ρεματιά διακρινόταν το χωριό. Απ΄τα γύρω υψώματα οι κομιτατζήδες δεν φρόντιζαν να κρύβονται, αφού δεν πήγαινε ο νους τους πως είχαν κανέναν να φοβηθούν. Τόσο δεν πήγαινε ο νους τους, που πήραν το Ελληνικό σώμα για δικό τους και τόβλεπαν που κατηφόριζε προς το χωριό αδιάφοροι.
Οι δικοί μας πάλι, που τους άρεσε το χωρατό, χαιρετούσαν από μακριά με γνεψίματα τους κομήτες. Μα ο αρχηγός τους πρόσταξε να ταχύνουν και να σταθούν σ΄ένα σύδεντρο, ώσπου να βραδιάσει. Κουρασμένοι πλάγιασαν πάνω στο χώμα. Το κρύο τους πιρούνιαζε, άρχισε σε λίγο να βρέχει. Και τότε τους είπε ο αρχηγός τους:
-«Έτσι ήταν πάντα σε κάθε αγώνα του Έθνους μας, έτσι είναι και τώρα, έτσι θάναι και πάντα. Ο Έλληνας βάνει πάν΄ απ΄όλα, μαζί με τον Θεό, την Πατρίδα του. Κι απέ, μηδέ πείνα τον νοιάζει, μηδέ κρύο, μηδέ τίποτα. Σκάφτει και την πέτρα, τρώει και τα σίδερα και εις το τέλος πετυχαίνει την απόφασή του. Με την βοήθεια του Θεού και της Πατρίδας φτάνει εις την καλοκαιριά».
Ήρθε μια μπόρα ανοιξιάτικη. Το απογευματάκι ανάμεσα στα χαμηλωμένα σύννεφα, φάνηκε ο ουρανός. Μα κάτω στη ρεματιά το χωριό τόβλεπαν έρημο, με τα σπίτια του κλειστά, σαν πεθαμένο. ΚΙ ένα από τα παλληκάρια κοιτάζοντάς το: Λέτε, παιδιά, να το αναστήσουμε;. Και ο αρχηγός που κατάλαβε το πείραγμα, αποκρίθηκε, χωρίς να θυμώσει: Άμα ήταν ζωντανό, άμα δεν τόχαν αφανίσει, τότε δεν θάχε την ανάγκη μας.
Όταν πέρασε η ώρα κι άρχισε να βραδιάζει, κατηφόρισαν ανάμεσα στα βράχια με προφύλαξη. Πήραν το μικρό μονοπάτι κι έφτασαν στα πρώτα σπίτια. Παντού ήταν κλειστά, τα ξύλινα πατζούρια σφαλισμένα, στους στενούς λασπωμένους δρόμους ερημιά, ούτε σκυλί δεν τους γαύγισε.
Χτύπησαν σε κάμποσες πόρτες. Απόκριση καμιά. Όταν έφτασαν στην πλατεία, στάθηκαν σχεδόν τρομαγμένοι, τους έπνιγε οι σιωπή.
- Θα μας περνάνε για κομήτες. Γι αυτό δεν ανοίγουν, μουρμούρισε κάποιος.
-Ποιος ξέρει τι θάχουν τραβήξει, είπε ένας άλλος. - Άντε βρες τρόπο να τους ξεθαρρέψεις, συλλογίστηκε ο αρχηγός.
Να κτυπήσουμε την καμπάνα; Ήταν κίνδυνος ν΄ακούσουν οι κομιτατζήδες, που φύλαγαν τριγύρω και ν΄αρχίσουμε το τουφεκίδι πασχαλιάτικα. Θα γινόταν το ίδιο κι αν έριχναν με το ντουφέκι. Και θάπαιρναν μεν τότε το μάθημά τους οι κομιτατζήδες, αλλά θα χάλαγε ο
γιορτασμός της Πασχαλιάς και θάχανε ο σκοπός του ερχομού τους. Στέκονταν, λοιπόν, εκεί καταμεσής στην έρημη πλατεία και δεν ήξεραν κι αυτοί τι να κάμουν. Το σκοτάδι έπεσε σε λίγο κατεβαίνοντας βαρύ από την ρεματιά.
Πέρασε έτσι ακόμη κάμποση ώρα. Πίσω από τα κλειστά παράθυρα δεν άναψε ούτε ένα φως. Και η σιωπή ολοένα και τους βασάνιζε. Είχαν χάσει την διάθεσή τους.
-«Ακόμη κι αν τους φωνάξουμε πως είμαστε Έλληνες, δεν θα το πιστέψουν», συλλογιζόντουσαν.
Ώσπου σε μια στιγμή, άθελά του, άρχισε κάποιος να σιγοψέλνει το «Χριστός Ανέστη». Τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Σιγαλός ψαλμός αντήχησε μέσα στην ερημιά.
Και τότε, κάτι έτριξε πίσω τους. Το παντζούρι μισάνοιξε, το λυχνάρι θαμπόφεξε σ΄ένα άλλο παράθυρο που άνοιγε αντίκρυ. Σιγανές οι φωνές, τρομαγμένες, ρωτούσαν: «Ποιοί είσαστε;».
Σταμάτησαν τον ψαλμό και κοίταζαν τον αρχηγό τους. Αυτός έπρεπε να απαντήσει, μα καταλάβαιναν πως δυσκολευόταν, δεν έβρισκε τις λέξεις που χρειαζόταν και δίσταζε.
Τώρα όμως το ερώτημα σιγανό ξανακούστηκε από παντού. Τα λυχνάρια φώτιζαν στα παράθυρα, τριγύρω πρόσωπα αδύνατα, κατάχλωμα, απελπισμένα.
-Για κοίτα, μοιάζουνε με εικονίσματα, πήγε να ειπεί κάποιος. Μα ο αρχηγός δεν τον άφησε να συνεχίσει. Η φωνή του έτρεμε, καθώς ακούστηκε μες στη σιωπή να απαντά:
-Είμαστε απ΄την Πατρίδα. Μας έστειλε για να αναστήσουμε μαζί σας.
Δεν άναψαν περισσότερα λυχνάρια. Δεν αντήχησαν ζητωκραυγές. Σιγά μονάχα ακούστηκαν πόρτες ν΄ανοίγουν τρίζοντας. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, ήρθαν και στάθηκαν κοντά τους. Οι σκιές μες στο σκοτάδι πλήθυναν. Χωρίς ν΄ακούγονται πάνω στο νοτισμένο χώμα τα βήματα τους, ένα ολόκληρο χωριό που το βάραινε ως τώρα ο τρόμος συγκεντρώθηκε στην πλατεία. Κι εκεί, δίχως άλλη λέξη, από στόματα γεροντικά και παιδιάστικα ξανακούστηκε σιγανό μα σταθερό και αποφασιστικό το «Χριστός Ανέστη».
Πάνω από τα βουνά, όπου ενέδρευε ο εχθρός, ο ουρανός είχε ξαστερώσει και έλαμπαν τ’αστέρια.
Όσο κι αν αργούσε, θά 'λαμπε σε λίγο η αυγή του Πάσχα, η μεγάλη Αναστάσιμη Εθνική Αυγή.-
***
Γεννήθηκε στο χωριό Αγία Ευθυμία του Νομού Φωκίδας και κατοικεί στον Βύρωνα Αττικής.
Είναι Αξιωματικός ε. α. της Ελληνικής Αστυνομίας, Πτυχιούχος του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και του Τμήματος Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών του ιδίου Πανεπιστημίου.
Είναι μέλος της Εταιρείας Φωκικών Μελετών, της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων.
Είναι τακτικός συνεργάτης διαφόρων έντυπων, εφημερίδων και περιοδικών, με άρθρα ποικίλης ύλης και συμμετέχει σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς όπου έχει τύχει αρκετών διακρίσεων.-