Γ΄ Βραβείο
Μια τελευταία κατάδυση
Κουτάντου Καλλιόπη
“Τι
έγινε χθες βράδυ;
Θα σας πω.
Όλα θα σας τα πω. Αρκεί να με αφήσετε ήσυχη.
Ήμουν δεκαέξι
χρονών όταν ξεκίνησα μαθήματα καταδύσεων. Πάντα με έλκυε η ιδέα να πηδάω από έναν
υπερυψωμένο βατήρα, να στρίβω αιωρούμενη στον άνεμο κάνοντας στιγμιαία τα
ακροβατικά μου και έπειτα να προσγειώνομαι με δύναμη στην επιφάνεια του νερού. Και εκείνος το ίδιο. Τον έλεγαν Βασίλη και τότε ήταν δεκαοχτώ. Μου άρεσε από
την πρώτη στιγμή. Από τότε γίναμε ζευγάρι στη ζωή και στον αθλητισμό. Οι
βουτιές μας ήταν άρτια συγχρονισμένες. Το πάθος μας για το νερό εμφανές και η
λαχτάρα να χει ο ένας δίπλα του τον άλλον αμοιβαία. Στη ζωή μου μαζί του είχα μάθει
να κάνω τις βουτιές μου σε καταρράκτες και άγριες απύθμενες θάλασσες. Μαζί του
να κοιμάμαι. Μαζί του να ξυπνάω. Μέχρι
το προηγούμενο Σαββατόβραδο.
Κάποιες φορές είσαι τόσο σίγουρη πως το κακό
είναι τόσο μακριά σου, που πιστεύεις πως όλα αυτά περί μοίρας είναι παραμύθια.
Μικρή έτσι πίστευα. Έβλεπα ανθρώπους να πονάνε, να φεύγουν, να χάνονται και το
θεωρούσα κάτι τόσο μακρινό μου. Δεν με άγγιζε και δεν το άγγιζα. Ώσπου μέσα σε
ένα καταραμένο βράδυ, ήρθα αντιμέτωπη με μια όψη της πραγματικότητας αθέατη
μέχρι την ως τότε ζωή μου. Σκοτεινή, οπλισμένη. Δεν είχε σε τίποτα να μου
δώσει μια χαριστική βολή. Έτσι και έκανε.
Ό,τι αγαπούσα έβαψε την άσφαλτο κόκκινη. Οτιδήποτε είχα και δεν είχα,
μετατράπηκε σε κόκκινες κηλίδες πάνω σε ένα δρόμο, σε μια νύχτα.
Από εκείνο το βράδυ λοιπόν η ζωή μου είχε εκφυλιστεί σε μια απλή επιβίωση.
Έπιανα τον εαυτό μου να βυθίζεται σε αναμνήσεις. Κάτι τρελά βράδια αισθανόμουν
δειλά μα έντονα τα χέρια του να αγκαλιάζουν σφιχτά το κορμί μου, και κάθε που
γύρναγα να τον αντικρύσω, τον έχανα. Έφευγε σαν καπνός. Εξαϋλωνόταν. Έπειτα
χανόμουν στο παραμύθιασμα των αισθήσεων μου και συνερχόμουνα από τον ήχο
των δακρύων μου όταν έπεφταν στο πάτωμα.
Κοιμόμουν, ξυπνούσα .Έβλεπα τις μέρες να
φεύγουν από πάνω μου και εγώ δεν αισθανόμουν τίποτα απολύτως.
Η έλλειψη του είχε γίνει η σκιά μου που με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα.
Και επειδή στο νερό δεν φαίνονται οι σκιές επειδή πνίγονται, το μόνο που έκανα
ήταν να βουτάω. Ο βατήρας ήταν πλέον η μοναδική επιφάνεια που σήκωνε το βάρος
μου .Μου άρεσε που ήταν τρεμάμενος .Μια τρεμάμενη αστάθεια που χαρακτήριζε και
εμένα την ίδια. Ανέβαινα στον βατήρα,
πηδούσα μα ευχόμουν κάτι να μου συμβεί και να μείνω για πάντα εκεί που έπεσα.
Στον πάτο. Εκεί δεν υπάρχουν ούτε σκιές,
ούτε η πραγματικότητα να κρατά όπλο στοχεύοντάς σε. Εντός του νερού αναβίωνε η
παρουσία του με τον πιο όμορφο τρόπο. Έπεφτα, και όση ώρα περιστρεφόμουν μέσα
στο νερό δεν έβλεπα ματωμένες φιγούρες, ούτε άκουγα σειρήνες ασθενοφόρου.
Μονάχα μας έβλεπα έφηβους για κάμποσα υδάτινα δευτερόλεπτα. Έπειτα πίσω πάλι
στην επιφάνεια και την πραγματικότητα, με τις επικίνδυνες σκιές της.
Χθες βράδυ
λοιπόν! Αφού θέλετε τόσο να μάθετε, ναι, ήθελα να δώσω τέλος σε αυτή την υφιστάμενη
κατάσταση που αποκαλούσα αμυδρά πλέον “ζωή μου”!
Ένα
αιωρούμενο, σκοταδιασμένο πουθενά ήταν η
ζωή μου. Έψαχνα να βρω κάποιο νόημα ώστε να αιτιολογώ στον εαυτό μου την ύπαρξή
μου, και δεν έβρισκα! Πόσο τελειωμένη ήμουν; Δεν μπορούσα να ζω άλλο με την
ελπίδα πως κάποτε στο μέλλον θα ξεχνούσα. Ένα μαύρο πέπλο με είχε τυλίξει, και
όσο το έδιωχνα, τόσο εκείνο με έπνιγε. Σαν δυο βίαια μαύρα χέρια που γράπωναν
με μίσος το λαιμό μου, απαγορεύοντάς μου να αναπνέω. Τα
απομεινάρια της σάρκας μου ήθελαν να ξεχάσουν, να σβήσουν από πάνω τους την
ύπαρξή του, την επαφή του, την ανάσα , το κορμί του, το φιλί του , μα η ψυχή
μου κάθε καταραμένο βράδυ, που τα φώτα πέφτουν και οι σκιές ορθώνονται , μου ψιθύριζε
πρόστυχα στο αυτί “Δεν μπορείς να ξεχάσεις”. Έτσι πείστηκα πως “δεν μπορώ να
ξεχάσω”, παρά μόνο αν έκανα τη ψυχή μου να σωπάσει μια και καλή.
Φόρεσα λοιπόν το μαγιό μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Τα
βήματα μου ήταν βαριά. Σχεδόν σερνόμουν. Τον αισθανόμουν παντού μέσα μου. Όλα
γύρω μου ήταν τόσο κενά και υλικά. Τα αισθανόμουνα ξένα. Ξένη ήμουν δηλαδή εγώ
η ίδια, μέσα σε έναν κόσμο που δεν με χωρούσε και δεν τον ήθελα! Ήμουν ένα
όρθιο πτώμα ανάμεσα σε μια ζωή που δεν μου ανήκε. Γράπωσα τα κάγκελα του
μπαλκονιού απ’ την ανάγκη να αφήσω τα ματωμένα αποτυπώματα της ψυχής μου πάνω
τους. Το βλέμμα μου, απειλητικά βίαιο, αφέθηκε κάτω από το μπαλκόνι, σαν κάτι να
έψαχνε .
Το ιπτάμενο
πλοίο μου! Αυτό έψαχνα! Ήταν δικό μας κατασκεύασμα. Το είχαμε πλάσει οι δυο μας
ένα βράδυ αγκαλιά, κοιτώντας τα άστρα, και ευχόμασταν να είμαστε πάντα δυνατοί
και μαζί πάνω σε έναν βατήρα. Τώρα που στον βατήρα είχα απομείνει μόνη μου, τι
θα έκανα; Τώρα που το “μαζί ”έσπασε σαν θρύψαλα, τι θα γινόμουν; Από τη μέρα που τον έχασα, φαντασιώνομαι
εκείνο το δικό μας πλοίο, και ποθούσα να το δω να ίπταται έξω από το μπαλκόνι
μου. Ευελπιστούσα πως θα μου το έστελνε χθες ο Βασίλης για να με πάει πλάι του.
Ήταν η μόνη λύση και ελπίδα μου. Πλέον
μονάχα αυτό έψαχνα. Το πλοίο μας! Το μπαλκόνι μου ήταν πιο σταθερό από τον
βατήρα, μα δεν με πείραζε.
Ναι, τι με
κοιτάτε;
Θα πηδούσα! Θα
το έκανα! Τί θα με εμπόδιζε από το να κάνω την τελευταία μου βουτιά; Θα έκανα
μια τελευταία κατάδυση. Αν όμως δεν εμφανιζόταν εκείνο ποτέ; Θα έπεφτα στο
κενό και τέλος. Έτσι και αλλιώς χωρίς τον Βασίλη τελειωμένη ήμουν. Όποιος και
να με έψαχνε, θα με έβρισκε, απλά δεν θα του απαντούσα. Θα ήμουν έστω και
ματωμένη μαζί με τον Βασίλη μου. Εκείνος θα μου σκούπιζε κάθε υπόλειμμα αίματος
και φόβου, και θα ήμουν για πάντα μαζί του. Άρα ή θα με διέσωζε το πλοίο μας ή
θα με έκανα εγώ να σωπάσω μια και καλή. Όπως και να ‘χει, πλάι του θα πήγαινα. Δεν ήθελα τη ζωή μου!
Ήταν άδεια! Άδεια και απαίσια. Θα έπεφτα, αλλά εκείνος ο σκύλος…
Αυτός ο
σκύλος που μόνο εγώ άκουγα ! Άρχισε
ξαφνικά να γαβγίζει έντρομα !Με κοίταζε βαθιά στα μάτια με ένα βλέμμα καυτό και
παθιασμένο που με πονούσε και με αποθάρρυνε. Όσο του το επέτρεπε η αλυσίδα του,
χτυπιόταν πανικόβλητος κάτω στα χώματα
για να μην με δει να πέφτω. Δεν ήθελε να πέσω, το έβλεπα !Δεν ήθελε! Η ψυχή μου
όμως πονάει ,και ας μην βούτηξα χθες βραδύ.
Το βράδυ του
ατυχήματος ,άκουσα γαβγίσματα έξω από την πόρτα μου. Τον είδα στο κατώφλι να γαβγίζει με μανία. Μάταια τον ρωτούσα με χάρη
πού είναι το αφεντικό του και εκείνο κοίταζε θλιμμένο κάτω. Μετά χτύπησε το τηλέφωνό
μου και απαντήθηκαν τα πάντα .Δεν μπορούσα να κρατήσω εγώ τον σκύλο .Φοβόμουνα
πως κάθε βλέμμα του θα μου θύμιζε αυτόν που δεν ήθελα να σκέφτομαι νεκρό .Έτσι
τον έδωσα στον γείτονα μου που πάντα λάτρευε τα σκυλιά. Ποτέ δεν του εξήγησα .
Δεν είμαι τρελή ,αλλά σας λέω μόνο εγώ τον άκουγα να γαβγίζει .Να σπαρταράει
και κανείς να μην ακούει μονάχα εγώ ! Τον έβλεπα να περιφέρεται αλυσοδεμένος στον
περιορισμένο κήπο του γείτονα μου και εγώ μέσα μου πονούσα , μα σε ποιον να το πω; Ταυτιζόμουν με το
θλιμμένο βλέμμα του και ευχόμουν κάποιος να του αφαιρέσει την αλυσίδα ! Γιατί τέτοια
υποταγή ; .Σας είπα ,αυτόν τον σκύλο μόνο εγώ τον άκουγα !Τί άλλο θέλετε από
μένα ;
Αφήστε με !
Δε θέλω
τίποτα! Μονάχα τον άνθρωπό μου. Δεν ήθελα να με σταματήσει αυτό το ηλίθιο
γάβγισμα! Θα είχα πηδήξει και θα ήμουν στο ιπτάμενο πλοίο που μόνο οι δυο μας
γνωρίζαμε. Μόνο έτσι θα πήγαινα δίπλα του! Γιατί δεν με άφησε να κάνω την κατάδυση
μου ο Βασίλης; Δε πίστευε στο πλοίο μας; Δε με θέλει κοντά του; Γιατί άρχισε
να ουρλιάζει;
Δεν αντέχω
άλλο! Ούτε εδώ μέσα, ούτε εκεί έξω, ούτε πουθενά! Σας τα είπα
όλα και τέλειωσα! Τί άλλο θέλετε από μένα; Αλλά βέβαια,
τι καταλαβαίνετε εσείς οι ψυχίατροι από αισθήματα; Αφήστε με να
μπω στο πλοίο και ας βυθιστώ! Δίπλα του
θέλω να ‘μαι! Πονάω δε με
βλέπετε; Πονάω! ”
Τα ζωγραφισμένα με θλίψη λόγια της
Ναταλίας ηχούσαν έξω από το λευκό και ψυχρό κτίριο της ψυχιατρικής κλινικής.
Η Ναταλία ήταν εκεί λοιπόν. Ή αλλιώς
εκεί την είχαν. Τα μάτια της όριζαν ένα μαύρο, υγρό κύκλο, που κινδύνευε να
την παγιδεύσει ολόκληρη. To σώμα της
ήταν καθισμένο σε μια πολυθρόνα, όμως
δεν αισθανόταν τίποτα. Η φαινομενικά υγιής γυναικεία υπόστασή της, βρισκόταν
τρομαγμένη και απαθής. Οι τοίχοι γύρω της φαινόντουσαν να εσωκλείνουν με
μεγάλη ταχύτητα, ώσπου θα την παγίδευαν, θα την έσφιγγαν, θα την έλιωναν και
έτσι θα τέλειωνε. Καιρό τώρα τελειωμένη αισθανόταν, και το περίβλημα της ψυχής
της, το κορμί της, φαινόταν ανίκανο να σταθεί και να συνεχίσει.
Γνώριζε όμως βαθιά μέσα της πως δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό
της "να πέσει". Ακόμα και αν έφτασε ένα βήμα πριν το οριστικό πέσιμο,
δεν το έκανε. Θα πολεμούσε τις εξαγριωμένες σκιές που την παγίδευαν κάθε βράδυ
μέχρι να τις σβήσει.
Γιατί "από το βατήρα της ζωής,
μέχρι την εκάστοτε θάλασσα που απλώνεται μπροστά, είτε θα πηδήξεις κάνοντας μια
γενναιόδωρη κατάδυση δίχως να πνιγείς -αν είσαι δυνατός θα βγεις στην επιφάνεια
του νερού αναπνέοντας αποφασιστικά και γρήγορα -είτε θα πέσεις αδέξια και δε θα δεις ποτέ ξανά το γαλάζιο του ουρανού.
Εμείς πάντα το πρώτο επιλέγουμε και έχουμε
κάνει τη ζωή μας όμορφη και δυνατή
!"
Αυτό της είχε ψιθυρίσει μια μέρα ο Βασίλης. Αυτό προσπάθησε να της θυμίσει και εκείνο
το βράδυ που ετοιμαζόταν για την τελευταία της αιματηρή κατάδυση.
“Ποιος είπε
πως όταν φεύγει κάποιος παύει να είναι δίπλα σου; Η ψυχή του, το είναι του; Αυτά
δεν έχουν δημιουργηθεί για να χαθούν. Η σάρκα χάνεται, μα η ψυχή του άλλου
μένει σε αυτούς που την αγάπησαν.
Γίνεται δύναμη μέσα τους, κομμάτι της καρδιάς τους, και έτσι συνεχίζουν.
Πρέπει να συνεχίσουν! Άσε τα πλοία Ναταλία μου, αυτά είναι για τους δειλούς που
αναζητούν φυγή! Κατασκευάσματα της αδύναμης ανθρώπινης ψυχής. Εδώ θα μείνεις, και θα πολεμήσεις την απώλεια
του ανθρώπου σου με όπλο τη ζωή σου. Συνέχισε να βουτάς. Αυτό αγαπάς και αυτό
θα κάνεις. Είμαι σίγουρη αυτό θέλει και ο Βασίλης σου, να συνεχίσεις τις
καταδύσεις που δεν προλάβατε να κάνετε μαζί. Και θα είναι δίπλα σου, να το ξέρεις!”
Μονάχα αυτά της είπε η γιατρός.
Ο Βασίλης λοιπόν δεν την ξέχασε. Δεν
γινόταν να την ξεχάσει. Πώς πίστεψε πως εκείνος θα τη θέλει δίπλα του ματωμένη;
Όρθια καταδύτρια στημένη στο βατήρα τους την ήθελε. Και αυτός αθόρυβα, όποτε
χρειαζόταν η ψυχή της στήριγμα, θα έστελνε τη δικιά του. Εξάλλου η Ναταλία δεν
ήταν και τελείως μόνη της, όπως πίστευε. Χθες βράδυ, που στεκόταν στο μπαλκόνι
της έτοιμη για το επικείμενο τέλος, που
τα φώτα πάλι έπεσαν και οι σκιές του φόβου της ορθώθηκαν, της έστειλε το … ιπτάμενο πλοίο τους .
Μέρες μετά, οι τηλεοράσεις βούιζαν πως στο τροχαίο του
προηγούμενου Σαββάτου διασώθηκε τελικά μονάχα ο φίλος του εικοσιτριάχρονου
νεαρού, ο οποίος και αγνοείται. Ο τετράποδος φίλος του.
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο
Λασιθίου Κρήτης, στις 3 Ιανουαρίου του 1994, όπου και διέμενα μέχρι τα 18 μου
χρόνια. Ούσα μαθήτρια, είχα αρκετές διακρίσεις σε διαγωνισμούς έκθεσης. Λόγω
των άριστων επιδόσεων μου στα μαθήματα, αλλά και της έκθεσης με θέμα «Το μέλλον
της Ευρώπης», επιλέχθηκα να εκπροσωπήσω
την Κρήτη, και κατ’ επέκταση την Ελλάδα, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του
Στρασβούργου, στην ημερίδα «Euroscola».
Το 2012, πέρασα στη σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της μικρής μου κοινωνίας, δηλώνοντας πλέον μόνιμη κάτοικος Αθηνών. Το καλοκαίρι αναμένεται να πάρω το
πτυχίο μου, μετά από ένα κουραστικό
πενταετές ταξίδι, ευελπιστώντας να συνεχίσω με μεταπτυχιακές σπουδές
πάνω στο αντικείμενο του μηχανικού. Σε αυτό το ταξίδι είχα ως σωστική λέμβο την
κολύμβηση –είμαι αθλήτρια ανοιχτής θάλασσας-αλλά και τη λογοτεχνία. Εδώ και δυο
χρόνια συμμετέχω σε πανελλήνιους αγώνες ανοιχτής θάλασσας, καταφέρνοντας να
κατακτήσω δυο φορές το τρίτο σκαλί του βάθρου. Οι λογοτεχνικές μου ανησυχίες
ξεκίνησαν όταν ήμουν ακόμα στη 2η τάξη του Λυκείου, όπου με προτροπή
της καθηγήτριας λογοτεχνίας, συμμετείχα σε έναν Παγκρήτιο λογοτεχνικό
διαγωνισμό, αποσπώντας το 2ο βραβείο ποίησης. Η συνέχεια έγινε σαν
φοιτήτρια, έχοντας μέχρι σήμερα 14 βραβεία και διακρίσεις, τα οποία μου δίνουν
κίνητρο να συνεχίσω να αφήνω πινελιές του εαυτού μου στις λευκές κόλλες.