Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση στην Έδεσσα



Βιβλιοπαρουσίαση στην Έδεσσα


Το Δ.Σ. του Συλλόγου «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας»
σας προσκαλεί την

 Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016 και ώρα 11.30΄ 

στην Αίθουσα του παλιού Παρθεναγωγείου 
(Περιοχή Βαρόσι)
στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου:

«Μακεδονικά ΙΙ» 
του Δημήτρη Ευαγγελίδη

Ομιλητές : 

Γιάννης Παπαλαζάρου, 
Δημήτρης Ευαγγελίδης

Την εκδήλωση θα προλογήσει 
η Ροζαλία Γαβριηλίδου

Θα ακολουθήσει συζήτηση


Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση στην Θεσσαλονίκη


Βιβλιοπαρουσίαση 
στην Θεσσαλονίκη

Το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016 η συγγραφέας Χρυσάνθη Τσιάμτση παρουσιάζει το νέο της μυθιστόρημα "Ψηλαφώντας την παλάμη του Θεού" στις 19.00΄ στο καφέ - Θέατρο της Θεσσαλονίκης (Βασ. Γεωργίου 2α).

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Θανάσης Βαλτινός


Μια παλιότερη συνέντευξη του Θ. Βαλτινού στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ που αξίζει να την θυμηθούμε...
ΔΕΕ

Ενώ η χώρα γκρεμίζεται, η Αριστερά απέχει

Του Ηλία Μαγκλίνη

Ο Θανάσης Βαλτινός ζει εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια σε ένα μικρό δώμα, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Αυτό είναι το «κελί» του. Πενήντα τετραγωνικά μέτρα - με μεγάλες βεράντες ολόγυρα και θέα σε όλη την Αθήνα. «Είναι το πιο μεγάλο σπίτι που έμεινα ποτέ», σχολιάζει χαμογελαστός. Σε αυτό το «κελί» κυριαρχούν τα μεγάλα παράθυρα με τα στόρια, τα βιβλία, όχι τόσα όσα θα περίμενε κανείς («η βιβλιοθήκη μου βρίσκεται κυρίως στο πατρικό, στο χωριό», διευκρινίζει) και τα αρχεία: κουτιά με χαρτιά, έγγραφα, χειρόγραφα, κασέτες. Στις τελευταίες έχει ηχογραφήσει λογιών λογιών ανώνυμους - κυρίως βετεράνους των πολέμων του 1912-22. Η ταινία σε πολλές από αυτές τις παλιές κασέτες έχει αχρηστευθεί - δεν πρόλαβε να ψηφιοποιήσει το πολύτιμο υλικό.

Καθώς καθόμαστε στου «Φιλίππου», πάνω από τη Σπευσίππου, το ενδιαφέρον του τραβάει το ψηφιακό σύστημα ηχογράφησης που έχω μαζί μου. «Εχει ευκρίνεια;» Ρωτάει με περιέργεια. «Και από τι αποστάσεις; Καμιά φορά ακούς απίθανους διαλόγους από τα γύρω τραπέζια», προσθέτει.

Δική του επιλογή ήταν να φάμε στου «Φιλίππου». Τακτικός θαμώνας στο ιστορικό αυτό αθηναϊκό εστιατόριο (τον χαιρετούν και τους χαιρετά όλους. «Λάζαρε, μία κολοκυθάκια», λέει στον σερβιτόρο), σε αυτή την περιοχή έζησε για δεκαετίες. «Δεινοκράτους, Ξενοκράτους, Αχαιού, Στρατιωτικού Συνδέσμου - εδώ τρώγαμε με τον Στρατή Τσίρκα, ο οποίος όμως έμενε στα Ιλίσια», σχολιάζει. Κάποια στιγμή μπαίνει μια κυρία, χαιρετιούνται από απόσταση αλλά εγκάρδια. «Η Φώφη, η γυναίκα του Ακριθάκη», με πληροφορεί μετά. Είχε γνωρίσει καλά το ζεύγος Ακριθάκη στα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν έζησε για λίγα χρόνια στο Βερολίνο.

Ακαδημαϊκός εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια (από συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών ήρθε στο ραντεβού μας, στο βιβλιοπωλείο της Εστίας αρχικά) και ένας από τους κορυφαίους εν ζωή Ελληνες συγγραφείς, ο Θανάσης Βαλτινός έχει κάτι από τους άνδρες «παλαιάς κοπής»: ο λόγος του είναι σφιχτός, στακάτος, δεν του λείπει το χαμόγελο όμως και λέει ανοιχτά πόσο πολύ του αρέσουν οι γυναίκες. Μια γυναίκα, μια Γερμανίδα, τον κράτησε τότε στο Βερολίνο, πέρα από τον ένα χρόνο της υποτροφίας που είχε κερδίσει, στα μέσα της δεκαετίας του '70. «Τα εξώφυλλα των βιβλίων μου στην Εστία, τα περισσότερα είναι δικά της», υπογραμμίζει. «Η χούντα δεν μου έδινε διαβατήριο λόγω της συμμετοχής μου στην έκδοση των «18 Κειμένων»», λέει μετά. «Αναγκάστηκα να τους πάω σε δίκη, την κέρδισα και, τελικά, έφτασα στο Βερολίνο στις 21 Απριλίου του 1974. Εκεί γνώρισα τον Βλάση Κανιάρη, τον Ακριθάκη και όλο το ελληνικό στοιχείο που ανθούσε. Εκεί, κυκλοφόρησε η «Κάθοδος των εννιά» για πρώτη φορά στα γερμανικά, προτού βγει σε βιβλίο από τον Κέδρο. Είχε δημοσιευθεί στις «Εποχές» αρχικά, μετά το πρώτο βιβλίο του «Κορδοπάτη» στον «Ταχυδρόμο» σε συνέχειες. Διευθυντής ήταν ο Γ. Π. Σαββίδης, ο οποίος μου μιλούσε πάντοτε στον πληθυντικό. Ηταν ωραία εκείνα τα χρόνια στο Βερολίνο. Χάρη στην υποτροφία της Ακαδημίας Πνευματικών Ανταλλαγών της Γερμανίας, είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν αξιοπρεπή μηνιαίο μισθό».

Αντί ρομάντσου

Ο Θανάσης Βαλτινός απέφυγε να εργαστεί «πίσω από ένα γραφείο, με ωράριο» κ.λπ. Οπως λέει σήμερα, «ήταν μια επιλογή που την πλήρωσα. Πίστευα ότι έτσι θα είχα ελεύθερο χρόνο για γράψιμο - αλλά δεν έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο όταν πρέπει να σκεφτείς πώς θα πληρώσεις το νοίκι σου, πώς θα φας, πώς θα τη βγάλεις τελικά. Δεν με ζούσαν οι γονείς μου, αλλά ήταν πολύ δυσαρεστημένοι. Ολα μου τα αδέλφια εργάζονταν κανονικά. Αλλες εποχές, άλλα ήθη τότε. Συγγραφέας τότε σήμαινε περίπου αλήτης».

Για ένα διάστημα, ο νεαρός, επίδοξος ακόμα, συγγραφέας δούλεψε σε μια γενική κλινική στην οδό Κεφαλληνίας. «Ψώνιζα στη Λαχαναγορά, πήγαινα τα τρόφιμα για να τα μαγειρέψουν κι έφευγα. Η κλινική αυτή ήταν ένα σταυροδρόμι γυναικών, νέος ήμουν, δεν πέρασα άσχημα». Στις αρχές της δεκαετίας του '60, αποφάσισε να μπαρκάρει, όταν ο Γ. Π. Σαββίδης δημοσίευσε στις «Εποχές» την «Κάθοδο των εννιά». Η μεστή, τραχιά αυτή αφήγηση της απελπισίας εννέα ανταρτών που προσπαθούν να φτάσουν στη θάλασσα μα αποδεκατίζονται στην πορεία, προκάλεσε εντύπωση τότε. «Η ειρωνεία είναι ότι η «Κάθοδος» ήταν συνέπεια μιας τρομακτικής ερωτικής απογοήτευσης. Δεν μου πήγαινε, όμως, να γράψω ένα ρομάντσο και κατέληξα σε αυτό το πολεμικό αφήγημα γύρω από την ανδρική απελπισία και αξιοπρέπεια».

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ΕΛΑΣ υπήρξαν...

Η «Κάθοδος των εννιά» αγγίζει το δύσκολο θέμα του Εμφυλίου, που συναντάμε και σε άλλα βιβλία του συγγραφέα. «Αυτή η ταμπέλα, «συγγραφέας του Εμφυλίου», με ενοχλεί», λέει σήμερα. «Με ενοχλεί διότι συμβαίνει το εξής απλό: ο Εμφύλιος είναι η προσωπική μου ιστορία, τα εφηβικά μου χρόνια. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και γι' αυτό μιλάω στα βιβλία μου. Δεν το κάνω για να αποτυπώσω μια εποχή, να γράψω χρονικό. Είναι η σχέση μου με έναν κόσμο ολόκληρο».

Ο Θανάσης Βαλτινός βρίσκεται στη Σπάρτη στην Κατοχή και στην αρχή του Εμφυλίου. «Για δύο χρόνια μετά είμαι στο Γύθειο, όπου γίνεται πόλεμος κανονικός. Οι Μανιάτες σφάζουν. Και μετά, στην Τρίπολη, από το '46 έως το '50. Ηταν πολύ άγρια τα πράγματα για όλους». 

Το βιβλίο που προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ήταν βεβαίως η «Ορθοκωστά» (1994), μυθιστόρημα τεκμηρίων και ντοκουμέντων με θέμα τις βιαιοπραγίες του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, το οποίο όμως, μερίδα της αριστερής κριτικής διάβασε ως «υπεράσπιση των ταγματασφαλιτών». 


«Όταν το βιβλίο εκδόθηκε το 1994, έγινε χαμός. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν. Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του ΕΛΑΣ στην Ορθοκωστά υπήρξε. Στην Ελωνα, στην Κορινθία επίσης. Κατασκότωσαν κόσμο ακόμα και μέσα στην Κατοχή. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει τόσα χρόνια. Μόνον ο Φίλιππος Ηλιού με υπερασπίστηκε, όπως και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Βέβαια, στην «Ορθοκωστά» υπάρχουν ύμνοι για αριστερούς που στάθηκαν όρθιοι στο στρατοδικείο, ενώ περιλαμβάνει και αναφορές από τους ίδιους τους δεξιούς, που ομολογούν τι έκαναν στους αριστερούς. Αλλά η Αριστερά του 1994 δεν είχε κουράγιο να τα δει τότε αυτά. Η ειρωνεία είναι ότι το βιβλίο έγινε σεμινάριο στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Προσκλήθηκα και πήγα. Τους είπα ότι είναι ένα «αριστερό» βιβλίο: περιγράφει τα πράγματα όπως έγιναν, όπως ήταν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, λέει ότι εκείνοι που ασκούσαν την «κόκκινη τρομοκρατία», όπως ορθά την αποδίδει ο Καλύβας, κάτι μικροτσαγκάρηδες ήταν. Πώς το είπε ο Ιωαννίδης του ΚΚΕ; «Τι περιμένατε; Ενας τσαγκάρης από τον Βόλο ήμουν». Τέτοιους ανθρώπους είχαν που θα άλλαζαν τον κόσμο, χωρίς κανένα πολιτικό μυαλό. Έγινε όργιο. Οργιο έγινε και από την άλλη πλευρά, από τους Μάυδες, τους Χίτες κ.λπ. Δεν μπορείς όμως να χαρακτηρίζεις τους πάντες, φασίστες και συνεργάτες των Γερμανών. Στα ΑΣΚΙ, δεν δέχθηκα καμία επίθεση. Έγινε κανονική συζήτηση μέσα σε ένα αριστερό, κατά βάση, ίδρυμα».

Από τα πρώτα χρόνια του Ανδρέα 
πήραμε λάθος δρόμο

Η «Ορθοκωστά» δεν ήταν το μοναδικό βιβλίο του Θανάση Βαλτινού που προκάλεσε αντιδράσεις. Το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί -'22» επίσης έκανε ένα περίεργο γκελ. Πρόκειται για ένα πολυφωνικό, αποσπασματικό έργο που συνεχίζει, τρόπον τινά, την παράδοση που ο Θ. Βαλτινός είχε ξεκινήσει πολλές δεκαετίες πριν με τον μονοφωνικό πρώτο «Αντρέα Κορδοπάτη». Εκεί, βασικό θέμα ήταν η ελληνική εμπειρία της μετανάστευσης στην Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Με τον δεύτερο «Κορδοπάτη», ο συγγραφέας συνεχίζει από εκεί όπου σταμάτησε, με πολλούς από τους μετανάστες εκείνης της περιόδου να επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη προκειμένου να λάβουν μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς Πολέμους και, αργότερα, στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Ουσιαστικά, είναι ένα πολεμικό αφήγημα μοιρασμένο σε πολλές φωνές, μέσα απ' το οποίο αναδεικνύεται εκείνη η γενιά των ανδρών που έκαναν στρατό επί μία δεκαετία: Βαλκανικοί, Μακεδονικό Μέτωπο, εκστρατεία στην Ουκρανία, Μικρά Ασία.

[...]

Ο Θανάσης Βαλτινός έζησε λοιπόν μια άγρια Ελλάδα. Η σημερινή Ελλάδα όμως, πώς του φαίνεται; Καθώς έχουμε αποφάει και το μαγαζί μάς κερνά γλυκό κυδώνι, επιστρέφει στη δεκαετία του '80. «Από τα πρώτα χρόνια του Ανδρέα πήραμε λάθος δρόμο. Όλες αυτές οι απαιτήσεις. Οι συνδικαλιστές. Η θεσμοθέτηση της διαφθοράς. Οι αποζημιώσεις για οτιδήποτε. Το κομματικό μαγαζί πάντα υπήρχε, αλλά όχι αυτή η συστηματοποίηση. Όλοι αυτοί οι αγροτικοί σύνδεσμοι όπου η νοοτροπία του νομάρχη ήταν «πάρε λεφτά και μην τα δώσεις ποτέ πίσω». Η Ελλάδα κρέμεται πάνω από τον γκρεμό και, δυστυχώς, η Αριστερά απέχει ακόμα μια φορά, όπως και το '46. Η αίσθησή μου είναι ότι, δυστυχώς, επενδύουν στη μεγαλύτερη εξαθλίωση του λαού πιστεύοντας ότι έτσι θα καταλάβουν την εξουσία. Ο Ζαχαριάδης δεν ήθελε να πάρει την εξουσία σαν αστικό κόμμα. Κι έγινε ο Εμφύλιος έτσι, σαν νεύρωση. Φαίνεται ότι δεν έχουν αλλάξει μυαλά. Για την Αλέκα Παπαρήγα δεν έχω να πω κάτι, δεν αντέχει σε κριτική ο λόγος της, αλλά ο Τσίπρας είναι νέος άνθρωπος, είναι κρίμα. Φοβερή απογοήτευση».

Η Αγία Γραφή γοητεύει

Γρήγορα η κουβέντα γυρνάει και πάλι στη λογοτεχνία: από τις παλαιότερες συναντήσεις μας, τις ιδιωτικές μας συζητήσεις για τη βάσανο της γραφής έως τις εξωφρενικές αυτοβιογραφικές αφηγήσεις (κάποιες με ήρωα τον Κώστα Ταχτσή...), τις εμπειρίες του στα ναρκοπέδια της δυτικής Μακεδονίας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ το 1953-55, μέχρι τα πρώτα διαβάσματα: ο Φόκνερ, η αρχαία γραμματεία. «Επίσης, με γοήτευε και με γοητεύει ακόμα η Αγία Γραφή. Ο απόκρυφος ερωτισμός της Παλαιάς Διαθήκης. Σε πολλά σημεία θα έλεγες ότι είναι ένα ποιητικότατο πορνογράφημα. Όταν διάβαζα αυτά τα πράγματα, ήταν σε μια εποχή ερωτικής στέρησης. Στο διήγημα «Εθισμός στη νικοτίνη» περιγράφω κάτι που είδα στην Τρίπολη το '43: μια καρότσα να αδειάζει στην πλατεία της πόλης ένα σωρό με πτώματα ανταρτών. Θυμάμαι έναν γυμνό γυναικείο κορμό, με ένα τραύμα από ξιφολόγχη στον μηρό. Ήταν ένα σοκ. Τα αγόρια της εποχής είχαμε συνηθίσει τα πτώματα, αλλά όχι και στη γυναικεία γύμνια».

Λίγο πριν σηκωθούμε, μπαίνει στο εστιατόριο ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Πλησιάζει και χαιρετάει τον Βαλτινό. «Θανάση», του λέει γελώντας, «από αυτό το σημείο, γυαλίζεις, από αυτό είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα». «Αυτό να το πεις στον φωτογράφο», λέει γελώντας με τη σειρά του ο Θανάσης Βαλτινός, και ο Κωνσταντίνος Τζούμας κάνει ένα high five με τον φωτογράφο μας, τον Γιάννη Μπαρδόπουλο, τον οποίο αποχαιρετούμε λίγο μετά. Βγαίνουμε έξω και κατηφορίζουμε οι δυο μας προς τη Βασιλίσσης Σοφίας. Βρίσκω την ευκαιρία να του πω ότι, παρά την «ανδρική» θεματολογία των βιβλίων του, έχει πολλές γυναίκες αναγνώστριες, αν και βιβλία του όπως το «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο» ή τα «Φτερά μπεκάτσας» αγγίζουν θέματα αισθηματικά, κυρίως πτυχές προσωπικής μνήμης. «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη συλλογική από την προσωπική μνήμη», λέει με σιγουριά, λίγο πριν με αποχαιρετήσει. «Αυτά τα δύο πάνε πάντοτε μαζί».

Η συνάντηση

Γευματίσαμε στην παλιά γειτονιά του Θανάση Βαλτινού, στου «Φιλίππου», Ξενοκράτους 19. Παραγγείλαμε και οι δύο ψητή σφυρίδα με βραστά λαχανικά και βραστά κολοκυθάκια. Ηπιε νερό και παραγγείλαμε ένα αναψυκτικό. Το εστιατόριο μας κέρασε ωραιότατο γλυκό κυδώνι. Λογαριασμός 46 ευρώ με το φιλοδώρημα.

Οι σταθμοί του

1932
Γέννηση στο Καστρί Κυνουρίας.

1950
Εγκαθίσταται στην Αθήνα. Σπουδάζει κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου.

1963-64
Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Εποχές» η «Κάθοδος των εννιά».

1972
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη». Συνεργάζεται στο σενάριο της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του '36».

1984
Μοιράζεται το βραβείο σεναρίου του Φεστιβάλ Καννών με τους Θόδωρο Αγγελόπουλο και Τονίνο Γκουέρα για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα».

1990
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα «Στοιχεία για τη δεκαετία του '60».

2002
Του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Καβάφη.

2004
Του απονέμεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο ο Χρυσός Σταυρός της Τιμής για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.

2008
Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Το νυχτέρι (διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα)


Ο Τρύφων Ούρδας γεννήθηκε στη Δωροθέα Αλμωπίας Ν. Πέλλας το 1957. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην Ελληνική Αστυνομία επί 32 έτη σε διευθυντικές θέσεις στους νομούς Πέλλας, Φλώρινας, Κοζάνης, Δράμας και Χαλκιδικής. Αποστρατεύτηκε το 2009 με τον βαθμό του Υποστράτηγου ε.α. Είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με συγγραφικό έργο. Είναι παντρεμένος με τη Γιαμαλή Ευαγγελία και έχει δυο παιδιά, την Ελένη και τον Γιώργο. Είναι μέλος του Δ.Σ. των Πολιτιστικού Συλλόγου "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας".


Το νυχτέρι

Τέλειωνε και ο Σεπτέμβρης στο χωριό. Λίγο λίγο κι οι εργασίες στα χωράφια, έπαιρναν κι αυτές με τη σειρά τους να τελειώνουν, προς μεγάλη ανακούφιση των κατοίκων, που όλο το καλοκαίρι δούλευαν ασταμάτητα κάτω από το λιοπύρι, για να έχουν αυτό για τα οποίο όλος ο κόσμος παλεύει στη ζωή. Τον επιούσιο!

Καλή χρονιά και η φετινή! Δεν μπορείς να πεις! Τα σιτάρια γέμισαν μέχρις απάνω τις αποθήκες, άριστη η ποιότητα των σταφυλιών για τα κρασιά, σαν μπόμπες και γλυκά τα καρπούζια και τα καόνια που μαζεύτηκαν από τα μποστάνια, πολύ καλά, μυρωδάτα και χωρίς σκουλήκια τα μήλα, απλωμένα τώρα στα μπαλκόνια για να μην σαπίσουν και τέλος τα καλαμπόκια, πλούσια κι αυτά στην παραγωγή, μεταφέρθηκαν με τα κάρα στα σπίτια και αποθηκεύτηκαν εκεί πρόχειρα, έτοιμα για ξεφλούδισμα και ύστερα για ξεσπύρισμα. Όλα έγιναν στην ώρα τους, γιατί ο καιρός δεν περιμένει. Έτσι και πιάσουν οι βροχές, οι σοδειές καταστρέφονται.

Μαζί με τους άλλους στο χωριό, έτσι και ο παπά- Θανάσης, ο ιερέας σε αυτό, έφερε στο σπίτι του ένα τελευταίο κάρο, φορτωμένο με καλαμπόκι και μαζεμένο από ‘κείνα τα χωράφια του κλήρου της Εκκλησίας, που του δόθηκαν να τα καλλιεργεί κι έτσι με αυτόν τον τρόπο να ζει την οικογένειά του. Πέντε στόματα, όλα κορίτσια είχε ο φουκαράς να τα θρέψει, να τα μεγαλώσει και…τέλος πάντων να τα αποκαταστήσει, πάντοτε μοναχός του και με τη λίγη βοήθεια της παπαδιάς και μάνας των παιδιών του, της Σοφίας. Βέβαια, είχε και τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια του που τον βοηθούσαν. Αλλά ήταν γυναίκες κι η φύση τους δεν τις επέτρεπε να κάνουν όλες τις δουλειές. Βλέπεις ο καλός Θεός του έστειλε μόνο θηλυκά; Καμιά φορά όμως δεν παραπονέθηκε. Πάντα έλεγε δόξα στον Θεό. Θα κάνω για γιούς μου γαμπρούς!

Από την άλλη μεριά δεν θα έπρεπε να ξεχνάει κανένας, ότι σαν παπάς, είχε και την Εκκλησία με τις Λειτουργίες, τους Εσπερινούς και όλα τα άλλα «Ιερά», στα οποία έπρεπε να δίνει προτεραιότητα. Και ο παπά- Θανάσης πάντα αυτά έβαζε πρώτα. «Πρώτα η Εκκλησία», έλεγε και ξανάλεγε, κάθε φορά που η σεμνή και καλόκαρδη παπαδιά, «γκρίνιαζε» γιατί κάποιες από τις δουλειές του σπιτιού τους, πήγαιναν πίσω. Πρώτα επέμενε ο παπάς, «έχει τον λόγο ο Θεός κι ύστερα εμείς..!»

- Ε! παπά- Θανάση, του φώναξε μια μέρα τo απόγευμα από την αυλή του, ο κυρ Κώστας, ο γείτονας, καθώς ξέζεβε το άλογό του από τη σούστα και ο γιος του ο Βαγγέλης, ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι χρονών, τραβούσε τις αγελάδες που βόσκαγε όλη μέρα στα τσαϊρια για το αχούρι . Πότε μωρέ παπά μου του είπε, θα αρχίσεις το ξεφλούδισμα στο καλαμπόκι σου, για να έρθουμε να κάνουμε «νυχτέρι» και να σε βοηθήσουμε;

Δεν παραξενεύτηκε ο παπάς. Αυτή την ερώτηση του γείτονα την περίμενε γιατί κάθε χρόνο έτσι γινόταν. Μαζί με τον άλλο τον γείτονά τους, τον κυρ Μήτσο πάντα τον βοηθούσαν. Και μάλιστα, φρόντιζαν πρώτα να τελειώνει με τα καλαμπόκια του ο παπάς, μια και είχε και την Εκκλησία, και ύστερα να καταπιαστούν με τα δικά τους. Έτσι λοιπόν ο παπά- Θανάσης, αφού σκέφτηκε λίγο για να κανονίσει την ημερομηνία και αφού τίναξε κάποιες σκόνες από το ράσο του, είπε:

- Καλά βρε αδερφέ από Δευτέρα βράδυ, αφού το θελήσει ο Θεός.

Ο κυρ Κώστας δεν απάντησε και συνέχισε τη δουλειά του με το κάρο. Ήταν σαν να συμφωνούσε.

Άντε λοιπόν, άρχιζαν και φέτος τα νυχτέρια στο χωριό, πρώτα με τα ξεφλουδίσματα κι ύστερα με τα ξεσπυρίσματα του καλαμποκιού. Όλοι οι χωριανοί σε μια ευχάριστη εργασία, με πολύ κουβεντολόι πάνω σε διάφορα κοινωνικά θέματα και βέβαια «σχόλια» του χωριού, διηγήσεις για τα παλιά και προπάντων γέλια, αστεία και τραγούδια που θα πάρουν κοντά μέχρι τα Χριστούγεννα…

Δευτέρα το απόγευμα και ο παπά- Θανάσης με το γαϊδουράκι του, επέστρεφε στο σπίτι από την Αριδαία. Ήταν γεμάτος ψώνια μέσα στους «ντορβάδες», που κρέμονταν από το σαμάρι του ζώου. Όπως και να το κάνουμε, το βράδυ θα έχει φιλοξενούμενους στο σπίτι του. Όλοι θα τον βοηθήσουν στη δουλειά με το καλαμπόκι. Να μην έχει κάτι να τους κεράσει; Τέτοιες μέρες η παπαδιά βράζει φρέσκα καλαμπόκια, πιάνει και κάνει πίτες, κουλούρια και κουραμπιέδες. Τα σερβίρει με πετιμέζι και γλυκό από κολοκύθι. Στον παπά αφήνει να κάνει μόνο τον σιμιγδαλένιο χαλβά, μια και το κέρασμα αυτό είναι έθιμο να το κάνουν οι άντρες. Και ο παπά- Θανάσης για να πετύχει το γλύκισμα, βάζει όλη τη μαεστρία του. Κάθε χρόνο σε όλους φαίνεται να τον κάνει και καλύτερο. Δίκαια λοιπόν όλοι του λένε μπράβο και γεια στα χέρια του!

Έφτασε και το βράδυ. Έξω η βροχούλα άρχισε να πέφτει πολύ ψιλή, ενώ ο δυνατός αέρας που φύσαγε, τη στριφογύριζε πάνω στα παράθυρα και στις στέγες, μέσα στις πέτρινες αυλές και στα κιτρινισμένα φύλλα των δέντρων. Το κρύο, όσο έπεφτε το σκοτάδι, έσφιγγε όλο και περισσότερο με τον Οκτώβρη και τον χειμώνα που πλησίαζε να δείχνουν πλέον φανερά τα δόντια τους.

Όμως κανένα πρόβλημα στο σπίτι του παπά με τη σόμπα μέσα να μπουμπουνίζει και τους γειτόνους του, σε ένα νυχτέρι να τον βοηθούν στο ξεφλούδισμα του καλαμποκιού του. Όλοι τους είναι ζεστοί, όχι μόνο στο σώμα τους αλλά και μέσα στη ψυχή τους. Εργάζονται και κουβεντιάζουν. Άλλοτε μιλάνε σοβαρά και άλλοτε αστειεύονται καθώς αναφέρονται για καθετί που γίνεται στο χωριό, καλό ή κακό. Δεν λείπουν βέβαια και τα μεταξύ τους πειράγματα. Μα κανένας δεν παρεξηγείται. Ξέρουν πως γίνονται με καλή προαίρεση και με καλή καρδιά. Και όσο μιλάνε οι μεγαλύτεροι, τα παιδιά και οι νεώτεροι μόνο ακούνε. Δεν παίρνουν μέρος στη συζήτηση. Σέβονται την ηλικία τους. Έτσι τα συμβούλευσαν οι γονείς τους! Μιλάνε μόνο όταν τους επιτρέπεται.

Η ώρα περνούσε και η νύχτα άρχιζε τώρα για καλά το ταξίδι της. Μαζί της ταξίδευε και η λάμπα που έφεγγε χλωμή, κρεμασμένη στο τοίχο. Πόσο ζητούσε η ταλαίπωρη να καθαρίσουνε το γυαλί της και να βάλουνε λίγο πετρέλαιο στο φυτίλι της, μήπως και φέξει περισσότερο!

- Παπά μου, ακούστηκε να λέει σε μια στιγμή που δεν μίλαγε κανένας, ο κυρ Μήτσος, ο οποίος όλη την ώρα τροφοδοτούσε την παρέα με αστεία της παιδικής του ηλικίας. Παπά μου είπε, δεν μας φέρνεις επιτέλους και από εκείνο το νόστιμο χαλβά, που τον φτιάχνεις μόνος σου κάθε χρόνο, για να φάμε λίγο και να ξενυστάξουμε; Εμένα ακόμα λίγο και θα με πάρει ο ύπνος εδώ απάνω στα καλαμποκόφυλλα. Και να γίνει πιστευτός σε ό,τι έλεγε, άνοιξε το στόμα του σαν κροκόδειλος και έκανε πως χασμουριέται.

- Πω πω! Παραλίγο να το ξεχάσω, είπε και τινάχτηκε από τη θέση του ο παπάς, θεωρώντας μεγάλο λάθος την αστοχία του αυτή. Γι αυτό έκανε αμέσως νεύμα στην παπαδιά και στην μεγαλύτερη κόρη τους την Ευθυμία να τον ακολουθήσουν, δίπλα στο μαγειρειό και να τον βοηθήσουν στο σερβίρισμα.

Εκείνη την ώρα απ’ έξω, χτύπησε δυνατά η κλειδαριά της πόρτας. Ξαφνιάστηκαν όλοι. Ποιός θα μπορούσε να ήταν αυτή την ώρα! Και όπως αυτή άνοιγε σιγά σιγά με τους μεντεσέδες να τρίζουν πίσω της, φάνηκε να μπαίνει μέσα μια γυναικεία σιλουέτα. Φορούσε μαύρο φουστάνι, μακρύ μέχρις εκεί κάτω τις πατούσες της και μια μαντήλα στο κεφάλι, που σχεδόν έκρυβε όλο το πρόσωπο της, προφανώς για να προστατεύεται από το κρύο. Πάνω της είχε ριγμένο στα πρόχειρα κι ένα παλτό, σφιγμένο γύρω στη μέση της για να ζεσταίνεται. Έτσι όπως ήταν ντυμένη, κανένας δεν μπόρεσε να την γνωρίσει. Μα σαν έβγαλε τη μαντήλα και είπε «καλησπέρα», όλοι έπεσαν από τα σύννεφα. Ήταν η θειά- Σωτήραινα από τον πάνω μαχαλά. Το συνήθιζε πολύ κάθε χρόνο να πηγαίνει στα νυχτέρια…

Του λόγου της λοιπόν αυτή η θεια- Σωτήραινα, ήταν καλή γυναίκα. Όλοι τη θυμούνται μια ζωή να ζει ολομόναχη στο καλύβι της. Ο άντρας της ο Σωτήρης, καλά να είναι εκεί που είναι τώρα, σχωρέθηκε πολύ νέος. Ο δόλιος όταν πέθανε της άφησε εκτός από το όνομά του- Δήμητρα ήταν το δικό της- να μεγαλώσει και τρία παιδιά. Τι να κάνει τότε η κακομοίρα, για να κρατήσει την οικογένειά, πήρε και τη θέση του. Και μάνα και πατέρας. Όλα τα χρόνια δούλευε με τα ζώα σκληρά στα χωράφια, που ευτυχώς πάνω στην ατυχία τους άφησε ο μακαρίτης, εξασφαλίζοντας έτσι για όλους ένα κομμάτι ψωμί, ακόμα και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Πόσοι και πόσοι δεν είπαν στο χωριό για το κουράγιο και την μεγάλη υπομονή της, σε κείνους τους τρισάθλιους καιρούς του πολέμου, που οι κατακτητές έπαιρναν χωρίς έλεος το ψωμί απ’ το σπίτι σου;

Ύστερα πάλι όταν τελείωσε το κακό και τα παιδιά μεγάλωσαν, νέα γυναίκα, έμεινε ξανά μόνη γιατί τα «αφιλότιμα» τα παιδιά, βλέποντας πως δεν υπάρχει χαΐρι και προκοπή στο χωριό, ξενιτεύτηκαν και πήγαν να δουλέψουν στη Γερμανία και στην Αμερική. Τελικά φαίνεται ότι εκεί τους ενέπνευσε η ξενιτιά. Παντρεύτηκαν έκαναν παιδιά, νοικοκυρεύτηκαν και άπλωσαν χωρίς δισταγμό σε αυτούς τους ξένους τόπους τις ρίζες τους. Στο χωριό άφησαν τη μάνα τους μόνη με αυτό τον καημό της μοναξιάς αλλά και το παράπονο, που σαν γιαγιά, σχεδόν δεν έπιασε ποτέ μικρά τα εγγόνια στα χέρια της, να τα παίξει να τα χορέψει και να τα τραγουδήσει…

Μ΄ αυτή λοιπόν τη στεναχώρια η μαυροφορούσα, χαιρόταν πολύ και αναγάλλιαζε η καρδιά της, σαν έβλεπε ζευγάρια με παιδιά και παππούδες με εγγόνια. Και πάνω σ’ αυτό, χαιρόταν ακόμα περισσότερο να κάνει αυτή τα προξενιά, κάθε φορά που άκουγε ότι στις γειτονιές του χωριού δυο νέοι αγαπιούνται. Ήξερε βέβαια, τόσο αφελής δεν ήταν, πως αυτό μπορεί να είναι και κουσούρι της! Ωστόσο όμως με την αθώα την ψυχή της, υποστήριζε ότι δεν κάνει κάτι κακό αλλά βοηθάει να παντρεύονται τα παιδιά και να μη μένουν στα ράφια. «Τι τα θέλουμε τα γεροντοπαλίκαρα και τις γεροντοκόρες στο χωριό;» έλεγε. «Αυτά γίνονται μόνο στα άλλα τα κράτη που νομίζουν ότι είναι πολιτισμένα!».

Έτσι η θεια- Σωτήραινα για πολλούς νέους στο χωριό έγινε ο «εφιάλτης», μη τυχόν εξ αιτίας της γίνει γνωστό σε όλους το μυστικό του έρωτά τους. Και το χειρότερο, μην το μάθουν οι γονείς τους, οι οποίοι καμιά φορά διαλέγουν τη νύφη και το γαμπρό για το σπίτι τους!

Άλλοι πάλι το έπαιρναν εντελώς από την άλλη μεριά και το θεωρούσαν αστείο. Πολλές φορές μάλιστα, αυτοί που γελούσαν και «διασκέδαζαν» με όλα αυτά της τα καμώματα, όταν πέρναγαν από το σπίτι της, που ήταν πάνω στο δρόμο, δεν δίσταζαν να χτυπήσουν και την πόρτα της για να τη ρωτήσουν περιπαικτικά, αν έχει καμιά «πληροφορία» περί… κάποιου ή περί… κάποιας που ενδιαφέρεται να παντρευτούν. Και η κολπατζού πάντα κάτι τους έλεγε! Μάλιστα το έλεγε και πολύ σοβαρά. Τώρα από πού ξετρύπωνε τις πληροφορίες της για όλα αυτά, τα… κατά τα άλλα «μυστικά», μονάχα ο Θεός και η ψυχή της το ήξεραν. Ένα όμως ήταν βέβαιο! Πως όποιος περνούσε από το κατώφλι της δεν έμενε ανύπαντρος! Τι να πει κανείς! Ίσως καμιά φορά και η παντρειά, να θέλει κάποιον να σε σπρώξει για να μπεις στα καλούπια της!

Για αυτό κι απόψε, όταν η ηλικιωμένη προξενήτρα μπήκε στο σπίτι του παπά, τα χείλη όλων μειδίασαν. Όλοι σκέφτηκαν, σαν τι προξενιά να φέρνει πάλι μαζί της η θεια- Σωτήραινα σε αυτό το νυχτέρι, αφήνοντας πίσω ολομόναχο το σπιτάκι της, με τη σόμπα μέσα να καίει και το φως της λάμπας να τρεμοσβήνει στα παραθύρια της!

- Καλώς την! ακούστηκε από το στόμα όλων και του παπά, που εκείνη την ώρα έβγαινε από την κουζίνα και έμπαινε στο χώρο της εργασίας με τα κεράσματα στον ξύλινο δίσκο.

-Παπά μου, βιάστηκε να πει η θειά μόλις τον είδε. Έμαθα πως απόψε ξεφλουδίζεις το καλαμπόκι σου και ήρθα να βοηθήσω κι εγώ στη δουλειά. Σάμπως και εσύ τόσα χρόνια δεν μας βοηθάς; …Εξάλλου δανεικά δεν είναι αυτά;

- Ευλογημένη να είσαι, της απάντησε με φωνή όλο καλοσύνη ο παπά- Θανάσης. Σε ευχαριστώ πολύ για τον κόπο σου. Αλλά… δεν ήταν ανάγκη να κουράζεσαι. Όμως μια και ήρθες, πάρε ένα κέρασμα για να γλυκαθείς. Και έδωσε πρώτα σε αυτή το κέρασμα, μια και την είδε να στρογγυλοκάθεται μπροστά του. Ύστερα ο παπάς μοίρασε και στους άλλους το γλύκισμα. Από πίσω του η παπαδιά, κέρναγε το νερό για να ξεδιψάσουν. Τα κεράσματα όλοι τους τα βρήκαν υπέροχα .Γι αυτό και ευχήθηκαν για ακόμα μια φορά, «υγεία» στα χέρια της οικογένειας. Και του χρόνου είπαν, να δώσει ο Θεός τα γεννήματα να αβγατίσουν και να γίνουν περισσότερα από τα φετινά.

Η νύχτα συνέχιζε να προχωρά και τα χέρια με τη συζήτηση να παίρνουν φωτιά. Και όσο πέρναγε η ώρα, η στοίβα με τα ξεφλουδισμένα καλαμπόκια μεγάλωνε, ενώ αντίθετα με τα αξεφλούδιστα, μίκραινε όλο και περισσότερο. Όπως και να το κάνουμε όταν έχεις καλή παρέα, τότε στη δουλειά κάνεις θαύματα! Η βοήθεια και τα πολλά χέρια, σε κάνουν να μην τη φοβάσαι και προπάντων να μην τη βαριέσαι…!

- Ξέρεις τι διάβασα παπά μου, πετάχτηκε για μια στιγμή να πει ο παππούς ο Φιλιανάκης, πατέρας της παπαδιάς, γνωστός για τις εφημερίδες που αγόραζε κάθε τόσο από την Αριδαία και τη σημασία που έδινε στις ειδήσεις τους, όταν διάβαζε για την εξέλιξη της τεχνολογίας. Διάβασα είπε, πως στην Αμερική υπάρχουν μηχανές οι οποίες αυτό το καλαμπόκι το ξεφλουδίζουν από μόνες τους κι ύστερα από μόνες τους το ξεσπυρίζουν.

- Ναι κι εγώ το άκουσα, έκανε την επιβεβαίωση ο κυρ- Μήτσος. Μάλιστα συνέχισε, άκουσα πως υπάρχουν κι ίδιες μηχανές για το στάρι. Μπορούν να το κάνουν αλεύρι και πίτουρα χωρίς να χρειάζεται να το πάνε στον νερόμυλο.

- Μωρέ μακάρι να υπάρχουνε, έκανε την ευχή ο παπάς. Να γλιτώσουμε κι εμείς από την κούραση… Λίγο την έχεις όλη αυτήν τη φασαρία! Και συνέχισε: Πιστεύω πόσο πιο ξεκούραστη είναι εκεί οι άνθρωποι με την τεχνολογία…!

Πάνω στα τελευταία λόγια η παπαδιά που όλη την ώρα άκουγε χωρίς να παίρνει μέρος στις συζητήσεις, βάζοντας στο μυαλό της πως όλα αυτά μπορεί να είναι και στη φαντασία ή στα όνειρα κάποιων ανθρώπων, αποφάσισε τελικά να μιλήσει και να πει τη γνώμη της. Έτσι εντελώς αυθόρμητα και με βάση αυτά που γνώριζε από τους γονείς της, αλλά και τα κηρύγματα της Εκκλησίας για τις καλές σχέσεις που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, είπε:

- Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λέτε κι αν είναι αληθινά. Εγώ ξέρω πως μεταξύ τους οι άνθρωποι πρέπει να βοηθιούνται. Όπως τώρα εσείς μας βοηθάτε, έτσι αύριο θα σας βοηθήσουμε κι εμείς. Αργότερα βέβαια σαν γεράσουμε, πάλι έχει ο Θεός… Θα κάνουμε γαμπρούς κι αυτοί πιστεύω να μας «κοιτάνε» και να μας βοηθάνε, όταν χρειάζεται.

Στο άκουσμα «γαμπρούς» η θεια-Σωτήραινα, που όλη την ώρα είχε τεντωμένα τα αυτιά της στην παρέα, για κάθε «κοινωνικό σχόλιο» που έκανε σχετικό με παντρειές, τινάχτηκε μέχρις επάνω και το πρόσωπό της έλαμψε . Κάτι της ερχόταν από καιρό για ένα «χαμπέρι», κάποιες γλώσσες μιλούσαν για ένα ειδύλλιο που αφορούσε δυο οικογένειες εδώ, αλλά δεν έβρισκε τον χρόνο και την ευκαιρία να το ξεφουρνίσει όπως έπρεπε. Τώρα εδώ σε αυτό το μέρος, απόψε σε αυτό το νυχτέρι, είναι ότι πρέπει να το βγάλει από μέσα της, γιατί η επιθυμία της αυτή κοντεύει να την πνίξει και εν τέλει σαν άγγελος καλών ειδήσεων, να «μεταφέρει» το «ευχάριστο» στον κατάλληλο χώρο, όπως θα έκανε ο κάθε χωριανός και καλός άνθρωπος στη θέση της. Έτσι μονάχα θα ησυχάσει, αν εκπληρώσει αυτή την αποστολή της, μια και το προστάζει αυτή η έρημη, η εναργής συνείδησή της! Για αυτό, χωρίς να σκεφτεί και πολύ τα λόγια της, μήτε αν θα την αποπάρουν οι παρευρισκόμενοι παρά μονάχα πιστεύοντας πως αυτό που θα πει είναι γεγονός και καλό, είπε:

- Έμ! άντε παπαδιά μου! Του κόσμου τα παιδιά, άμα φτάσουνε στην ηλικία παντρεύονται. Εσείς εδώ στην γειτονιά, μια πόρτα είστε με τον κυρ- Κώστα και δεν λέτε να παντρέψετε τα παιδιά σας… που αγαπιούνται!

- Ποια παιδιά, τη διέκοψε ψελλίζοντας έκπληκτη και σαστισμένη η παπαδιά, με το μισοξεφλουδισμένο καλαμπόκι να φεύγει από τα χέρια της. Τι θέλεις να πεις θεια – Σωτήραινα;

- Ε! να, συνέχισε η «προξενήτρα», χωρίς φόβο και χωρίς πάθος για ό,τι έλεγε. Μιλάω για τον γιο του κυρ- Κώστα εδώ που είναι μαζί μας, τον Βαγγέλη και την μεγάλη σας κόρη την Ευθυμία. Στον καιρό τους είναι. Όμορφα παιδιά είναι. Και… λίγο μπορεί να αγαπιούνται… Όχι πως άκουσα κάτι. Σκέψη κάνω εγώ από μόνη μου…

Η παμπόνηρη η θεια, που βουλωμένο γράμμα αν της έδινες θα το διάβαζε, όχι μόνο άκουσε, αλλά και είδε μια μέρα στο χωριό τα παιδιά να μιλάνε. Μαζί, είδε και τη φλόγα του έρωτα να βγαίνει από τα μάτια τους. Τα είδε ένα απόγευμα που συναντήθηκαν στο ποτάμι και πάνω στο ξύλινο γεφύρι, την ώρα που πήγαιναν να το περάσουν. Ύστερα σαν δυο πουλιά, να κάθονται εκεί με τις ώρες και να χαριεντίζονται, κοιτάζοντας μια το ποτάμι που κύλαγε από κάτω τους με τον ουρανό να καθρεφτίζεται στα σπλάχνα του, και μια απέναντι τη δύση που εκείνες τις ώρες έκρυβε πίσω από το καταπράσινο βουνό, τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, προσποιούμενη κι αυτή πως θέλει να το διαβεί και να πεταχτεί στην άλλη μεριά του χωριού και στο μπακάλικο του Κώτσου του Κιμουρτζή για ψώνια, πέρασε από κοντά τους. Και τότε από τα λίγα που άκουσε στην κουβέντα τους, κατάλαβε πολλά. Όμως πώς να το πάει και να το πει στους δικούς τους; Για αυτό περίμενε και περίμενε. Ώσπου ήρθε η κατάλληλη στιγμή!

- Παπά, πήρε τον λόγο να απαντήσει με γέλιο στα λόγια της γριάς ,ο κυρ Κώστας ο γείτονας. Λες να είναι έτσι τα πράγματα, όπως μας τα λέει εδώ η προξενήτρα μας; Απόψε μέσα στα καλαμποκόφυλλα να γίνουμε συμπεθέρια;

Και για να διασκεδάσει την κατάσταση πρόσθεσε:

- Πάντως αλήθεια λέμε πως με τη γυναίκα μου, εδώ τώρα αυτές τις ώρες και με αυτά τα ρούχα της δουλειάς, δεν ήρθαμε να ζητήσουμε την κόρη σου για νύφη μας. Δουλειά ήρθαμε να κάνουμε σε αυτό το νυχτέρι μας, και να σε βοηθήσουμε..!

- Και τι να κάνουμε βρε γείτονα αν έρθουν έτσι τα πράγματα είπε ο παπάς, κρύβοντας κι αυτός το χαμόγελο μέσα στα γένια του και τακτοποιώντας τα μαλλιά πίσω στο κεφάλι του. Αν το θέλει ο Θεός έτσι ας γίνει. Εμείς θα πάμε κόντρα στο θέλημά του! Σαν Πάνσοφος και Παντογνώστης που είναι, μπορεί να μην δίνει «τα νυχτέρια» μόνο για δουλειά, αλλά να τα δίνει και για αρραβωνιάσματα!

Από ‘κείνο το νυχτέρι στο σπίτι του σεβαστού ιερωμένου, πέρασε πολύ λίγος καιρός. Τόσος λίγος που ακόμα και η άνοιξη, δεν πρόλαβε να ανθίσει. Τα δυο συμπεθέρια, έκαναν χαρούμενοι τους αρραβώνες των παιδιών και με τις ευχές τους πέρασαν τα δαχτυλίδια στα χέρια τους. Το «νυχτέρι» έκανε το θαύμα του, και φυσικά η θεια-Σωτήραινα, για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε στις προβλέψεις για το προξενιό της. Για αυτό κι αργότερα στην χαρά των γάμων, είχε ξεχωριστή θέση και καμάρωνε για την επιτυχία της, φορώντας καινούργια μαντήλα και χρωματιστή ποδιά!

Στη Δωροθέα την παλιά, κάποτε εκεί σε ένα νυχτέρι…
  

24 Ιουλίου 2016                                                                            ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ