Μια παλιότερη συνέντευξη του Θ. Βαλτινού στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ που αξίζει να την θυμηθούμε...
ΔΕΕ
Ενώ η χώρα γκρεμίζεται, η Αριστερά απέχει
Του Ηλία Μαγκλίνη
Ο Θανάσης Βαλτινός ζει εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια σε ένα μικρό δώμα, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Αυτό είναι το «κελί» του. Πενήντα τετραγωνικά μέτρα - με μεγάλες βεράντες ολόγυρα και θέα σε όλη την Αθήνα. «Είναι το πιο μεγάλο σπίτι που έμεινα ποτέ», σχολιάζει χαμογελαστός. Σε αυτό το «κελί» κυριαρχούν τα μεγάλα παράθυρα με τα στόρια, τα βιβλία, όχι τόσα όσα θα περίμενε κανείς («η βιβλιοθήκη μου βρίσκεται κυρίως στο πατρικό, στο χωριό», διευκρινίζει) και τα αρχεία: κουτιά με χαρτιά, έγγραφα, χειρόγραφα, κασέτες. Στις τελευταίες έχει ηχογραφήσει λογιών λογιών ανώνυμους - κυρίως βετεράνους των πολέμων του 1912-22. Η ταινία σε πολλές από αυτές τις παλιές κασέτες έχει αχρηστευθεί - δεν πρόλαβε να ψηφιοποιήσει το πολύτιμο υλικό.
Καθώς καθόμαστε στου «Φιλίππου», πάνω από τη Σπευσίππου, το ενδιαφέρον του τραβάει το ψηφιακό σύστημα ηχογράφησης που έχω μαζί μου. «Εχει ευκρίνεια;» Ρωτάει με περιέργεια. «Και από τι αποστάσεις; Καμιά φορά ακούς απίθανους διαλόγους από τα γύρω τραπέζια», προσθέτει.
Δική του επιλογή ήταν να φάμε στου «Φιλίππου». Τακτικός θαμώνας στο ιστορικό αυτό αθηναϊκό εστιατόριο (τον χαιρετούν και τους χαιρετά όλους. «Λάζαρε, μία κολοκυθάκια», λέει στον σερβιτόρο), σε αυτή την περιοχή έζησε για δεκαετίες. «Δεινοκράτους, Ξενοκράτους, Αχαιού, Στρατιωτικού Συνδέσμου - εδώ τρώγαμε με τον Στρατή Τσίρκα, ο οποίος όμως έμενε στα Ιλίσια», σχολιάζει. Κάποια στιγμή μπαίνει μια κυρία, χαιρετιούνται από απόσταση αλλά εγκάρδια. «Η Φώφη, η γυναίκα του Ακριθάκη», με πληροφορεί μετά. Είχε γνωρίσει καλά το ζεύγος Ακριθάκη στα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν έζησε για λίγα χρόνια στο Βερολίνο.
Ακαδημαϊκός εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια (από συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών ήρθε στο ραντεβού μας, στο βιβλιοπωλείο της Εστίας αρχικά) και ένας από τους κορυφαίους εν ζωή Ελληνες συγγραφείς, ο Θανάσης Βαλτινός έχει κάτι από τους άνδρες «παλαιάς κοπής»: ο λόγος του είναι σφιχτός, στακάτος, δεν του λείπει το χαμόγελο όμως και λέει ανοιχτά πόσο πολύ του αρέσουν οι γυναίκες. Μια γυναίκα, μια Γερμανίδα, τον κράτησε τότε στο Βερολίνο, πέρα από τον ένα χρόνο της υποτροφίας που είχε κερδίσει, στα μέσα της δεκαετίας του '70. «Τα εξώφυλλα των βιβλίων μου στην Εστία, τα περισσότερα είναι δικά της», υπογραμμίζει. «Η χούντα δεν μου έδινε διαβατήριο λόγω της συμμετοχής μου στην έκδοση των «18 Κειμένων»», λέει μετά. «Αναγκάστηκα να τους πάω σε δίκη, την κέρδισα και, τελικά, έφτασα στο Βερολίνο στις 21 Απριλίου του 1974. Εκεί γνώρισα τον Βλάση Κανιάρη, τον Ακριθάκη και όλο το ελληνικό στοιχείο που ανθούσε. Εκεί, κυκλοφόρησε η «Κάθοδος των εννιά» για πρώτη φορά στα γερμανικά, προτού βγει σε βιβλίο από τον Κέδρο. Είχε δημοσιευθεί στις «Εποχές» αρχικά, μετά το πρώτο βιβλίο του «Κορδοπάτη» στον «Ταχυδρόμο» σε συνέχειες. Διευθυντής ήταν ο Γ. Π. Σαββίδης, ο οποίος μου μιλούσε πάντοτε στον πληθυντικό. Ηταν ωραία εκείνα τα χρόνια στο Βερολίνο. Χάρη στην υποτροφία της Ακαδημίας Πνευματικών Ανταλλαγών της Γερμανίας, είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν αξιοπρεπή μηνιαίο μισθό».
Αντί ρομάντσου
Ο Θανάσης Βαλτινός απέφυγε να εργαστεί «πίσω από ένα γραφείο, με ωράριο» κ.λπ. Οπως λέει σήμερα, «ήταν μια επιλογή που την πλήρωσα. Πίστευα ότι έτσι θα είχα ελεύθερο χρόνο για γράψιμο - αλλά δεν έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο όταν πρέπει να σκεφτείς πώς θα πληρώσεις το νοίκι σου, πώς θα φας, πώς θα τη βγάλεις τελικά. Δεν με ζούσαν οι γονείς μου, αλλά ήταν πολύ δυσαρεστημένοι. Ολα μου τα αδέλφια εργάζονταν κανονικά. Αλλες εποχές, άλλα ήθη τότε. Συγγραφέας τότε σήμαινε περίπου αλήτης».
Για ένα διάστημα, ο νεαρός, επίδοξος ακόμα, συγγραφέας δούλεψε σε μια γενική κλινική στην οδό Κεφαλληνίας. «Ψώνιζα στη Λαχαναγορά, πήγαινα τα τρόφιμα για να τα μαγειρέψουν κι έφευγα. Η κλινική αυτή ήταν ένα σταυροδρόμι γυναικών, νέος ήμουν, δεν πέρασα άσχημα». Στις αρχές της δεκαετίας του '60, αποφάσισε να μπαρκάρει, όταν ο Γ. Π. Σαββίδης δημοσίευσε στις «Εποχές» την «Κάθοδο των εννιά». Η μεστή, τραχιά αυτή αφήγηση της απελπισίας εννέα ανταρτών που προσπαθούν να φτάσουν στη θάλασσα μα αποδεκατίζονται στην πορεία, προκάλεσε εντύπωση τότε. «Η ειρωνεία είναι ότι η «Κάθοδος» ήταν συνέπεια μιας τρομακτικής ερωτικής απογοήτευσης. Δεν μου πήγαινε, όμως, να γράψω ένα ρομάντσο και κατέληξα σε αυτό το πολεμικό αφήγημα γύρω από την ανδρική απελπισία και αξιοπρέπεια».
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ΕΛΑΣ υπήρξαν...
Η «Κάθοδος των εννιά» αγγίζει το δύσκολο θέμα του Εμφυλίου, που συναντάμε και σε άλλα βιβλία του συγγραφέα. «Αυτή η ταμπέλα, «συγγραφέας του Εμφυλίου», με ενοχλεί», λέει σήμερα. «Με ενοχλεί διότι συμβαίνει το εξής απλό: ο Εμφύλιος είναι η προσωπική μου ιστορία, τα εφηβικά μου χρόνια. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και γι' αυτό μιλάω στα βιβλία μου. Δεν το κάνω για να αποτυπώσω μια εποχή, να γράψω χρονικό. Είναι η σχέση μου με έναν κόσμο ολόκληρο».
Ο Θανάσης Βαλτινός βρίσκεται στη Σπάρτη στην Κατοχή και στην αρχή του Εμφυλίου. «Για δύο χρόνια μετά είμαι στο Γύθειο, όπου γίνεται πόλεμος κανονικός. Οι Μανιάτες σφάζουν. Και μετά, στην Τρίπολη, από το '46 έως το '50. Ηταν πολύ άγρια τα πράγματα για όλους».
Το βιβλίο που προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ήταν βεβαίως η «Ορθοκωστά» (1994), μυθιστόρημα τεκμηρίων και ντοκουμέντων με θέμα τις βιαιοπραγίες του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, το οποίο όμως, μερίδα της αριστερής κριτικής διάβασε ως «υπεράσπιση των ταγματασφαλιτών».
«Όταν το βιβλίο εκδόθηκε το 1994, έγινε χαμός. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν. Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του ΕΛΑΣ στην Ορθοκωστά υπήρξε. Στην Ελωνα, στην Κορινθία επίσης. Κατασκότωσαν κόσμο ακόμα και μέσα στην Κατοχή. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει τόσα χρόνια. Μόνον ο Φίλιππος Ηλιού με υπερασπίστηκε, όπως και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Βέβαια, στην «Ορθοκωστά» υπάρχουν ύμνοι για αριστερούς που στάθηκαν όρθιοι στο στρατοδικείο, ενώ περιλαμβάνει και αναφορές από τους ίδιους τους δεξιούς, που ομολογούν τι έκαναν στους αριστερούς. Αλλά η Αριστερά του 1994 δεν είχε κουράγιο να τα δει τότε αυτά. Η ειρωνεία είναι ότι το βιβλίο έγινε σεμινάριο στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Προσκλήθηκα και πήγα. Τους είπα ότι είναι ένα «αριστερό» βιβλίο: περιγράφει τα πράγματα όπως έγιναν, όπως ήταν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, λέει ότι εκείνοι που ασκούσαν την «κόκκινη τρομοκρατία», όπως ορθά την αποδίδει ο Καλύβας, κάτι μικροτσαγκάρηδες ήταν. Πώς το είπε ο Ιωαννίδης του ΚΚΕ; «Τι περιμένατε; Ενας τσαγκάρης από τον Βόλο ήμουν». Τέτοιους ανθρώπους είχαν που θα άλλαζαν τον κόσμο, χωρίς κανένα πολιτικό μυαλό. Έγινε όργιο. Οργιο έγινε και από την άλλη πλευρά, από τους Μάυδες, τους Χίτες κ.λπ. Δεν μπορείς όμως να χαρακτηρίζεις τους πάντες, φασίστες και συνεργάτες των Γερμανών. Στα ΑΣΚΙ, δεν δέχθηκα καμία επίθεση. Έγινε κανονική συζήτηση μέσα σε ένα αριστερό, κατά βάση, ίδρυμα».
Από τα πρώτα χρόνια του Ανδρέα
πήραμε λάθος δρόμο
Η «Ορθοκωστά» δεν ήταν το μοναδικό βιβλίο του Θανάση Βαλτινού που προκάλεσε αντιδράσεις. Το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί -'22» επίσης έκανε ένα περίεργο γκελ. Πρόκειται για ένα πολυφωνικό, αποσπασματικό έργο που συνεχίζει, τρόπον τινά, την παράδοση που ο Θ. Βαλτινός είχε ξεκινήσει πολλές δεκαετίες πριν με τον μονοφωνικό πρώτο «Αντρέα Κορδοπάτη». Εκεί, βασικό θέμα ήταν η ελληνική εμπειρία της μετανάστευσης στην Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Με τον δεύτερο «Κορδοπάτη», ο συγγραφέας συνεχίζει από εκεί όπου σταμάτησε, με πολλούς από τους μετανάστες εκείνης της περιόδου να επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη προκειμένου να λάβουν μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς Πολέμους και, αργότερα, στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ουσιαστικά, είναι ένα πολεμικό αφήγημα μοιρασμένο σε πολλές φωνές, μέσα απ' το οποίο αναδεικνύεται εκείνη η γενιά των ανδρών που έκαναν στρατό επί μία δεκαετία: Βαλκανικοί, Μακεδονικό Μέτωπο, εκστρατεία στην Ουκρανία, Μικρά Ασία.
[...]
Ο Θανάσης Βαλτινός έζησε λοιπόν μια άγρια Ελλάδα. Η σημερινή Ελλάδα όμως, πώς του φαίνεται; Καθώς έχουμε αποφάει και το μαγαζί μάς κερνά γλυκό κυδώνι, επιστρέφει στη δεκαετία του '80. «Από τα πρώτα χρόνια του Ανδρέα πήραμε λάθος δρόμο. Όλες αυτές οι απαιτήσεις. Οι συνδικαλιστές. Η θεσμοθέτηση της διαφθοράς. Οι αποζημιώσεις για οτιδήποτε. Το κομματικό μαγαζί πάντα υπήρχε, αλλά όχι αυτή η συστηματοποίηση. Όλοι αυτοί οι αγροτικοί σύνδεσμοι όπου η νοοτροπία του νομάρχη ήταν «πάρε λεφτά και μην τα δώσεις ποτέ πίσω». Η Ελλάδα κρέμεται πάνω από τον γκρεμό και, δυστυχώς, η Αριστερά απέχει ακόμα μια φορά, όπως και το '46. Η αίσθησή μου είναι ότι, δυστυχώς, επενδύουν στη μεγαλύτερη εξαθλίωση του λαού πιστεύοντας ότι έτσι θα καταλάβουν την εξουσία. Ο Ζαχαριάδης δεν ήθελε να πάρει την εξουσία σαν αστικό κόμμα. Κι έγινε ο Εμφύλιος έτσι, σαν νεύρωση. Φαίνεται ότι δεν έχουν αλλάξει μυαλά. Για την Αλέκα Παπαρήγα δεν έχω να πω κάτι, δεν αντέχει σε κριτική ο λόγος της, αλλά ο Τσίπρας είναι νέος άνθρωπος, είναι κρίμα. Φοβερή απογοήτευση».
Η Αγία Γραφή γοητεύει
Γρήγορα η κουβέντα γυρνάει και πάλι στη λογοτεχνία: από τις παλαιότερες συναντήσεις μας, τις ιδιωτικές μας συζητήσεις για τη βάσανο της γραφής έως τις εξωφρενικές αυτοβιογραφικές αφηγήσεις (κάποιες με ήρωα τον Κώστα Ταχτσή...), τις εμπειρίες του στα ναρκοπέδια της δυτικής Μακεδονίας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ το 1953-55, μέχρι τα πρώτα διαβάσματα: ο Φόκνερ, η αρχαία γραμματεία. «Επίσης, με γοήτευε και με γοητεύει ακόμα η Αγία Γραφή. Ο απόκρυφος ερωτισμός της Παλαιάς Διαθήκης. Σε πολλά σημεία θα έλεγες ότι είναι ένα ποιητικότατο πορνογράφημα. Όταν διάβαζα αυτά τα πράγματα, ήταν σε μια εποχή ερωτικής στέρησης. Στο διήγημα «Εθισμός στη νικοτίνη» περιγράφω κάτι που είδα στην Τρίπολη το '43: μια καρότσα να αδειάζει στην πλατεία της πόλης ένα σωρό με πτώματα ανταρτών. Θυμάμαι έναν γυμνό γυναικείο κορμό, με ένα τραύμα από ξιφολόγχη στον μηρό. Ήταν ένα σοκ. Τα αγόρια της εποχής είχαμε συνηθίσει τα πτώματα, αλλά όχι και στη γυναικεία γύμνια».
Λίγο πριν σηκωθούμε, μπαίνει στο εστιατόριο ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Πλησιάζει και χαιρετάει τον Βαλτινό. «Θανάση», του λέει γελώντας, «από αυτό το σημείο, γυαλίζεις, από αυτό είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα». «Αυτό να το πεις στον φωτογράφο», λέει γελώντας με τη σειρά του ο Θανάσης Βαλτινός, και ο Κωνσταντίνος Τζούμας κάνει ένα high five με τον φωτογράφο μας, τον Γιάννη Μπαρδόπουλο, τον οποίο αποχαιρετούμε λίγο μετά. Βγαίνουμε έξω και κατηφορίζουμε οι δυο μας προς τη Βασιλίσσης Σοφίας. Βρίσκω την ευκαιρία να του πω ότι, παρά την «ανδρική» θεματολογία των βιβλίων του, έχει πολλές γυναίκες αναγνώστριες, αν και βιβλία του όπως το «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο» ή τα «Φτερά μπεκάτσας» αγγίζουν θέματα αισθηματικά, κυρίως πτυχές προσωπικής μνήμης. «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη συλλογική από την προσωπική μνήμη», λέει με σιγουριά, λίγο πριν με αποχαιρετήσει. «Αυτά τα δύο πάνε πάντοτε μαζί».
Η συνάντηση
Γευματίσαμε στην παλιά γειτονιά του Θανάση Βαλτινού, στου «Φιλίππου», Ξενοκράτους 19. Παραγγείλαμε και οι δύο ψητή σφυρίδα με βραστά λαχανικά και βραστά κολοκυθάκια. Ηπιε νερό και παραγγείλαμε ένα αναψυκτικό. Το εστιατόριο μας κέρασε ωραιότατο γλυκό κυδώνι. Λογαριασμός 46 ευρώ με το φιλοδώρημα.
Οι σταθμοί του
1932
Γέννηση στο Καστρί Κυνουρίας.
1950
Εγκαθίσταται στην Αθήνα. Σπουδάζει κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου.
1963-64
Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Εποχές» η «Κάθοδος των εννιά».
1972
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη». Συνεργάζεται στο σενάριο της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του '36».
1984
Μοιράζεται το βραβείο σεναρίου του Φεστιβάλ Καννών με τους Θόδωρο Αγγελόπουλο και Τονίνο Γκουέρα για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα».
1990
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα «Στοιχεία για τη δεκαετία του '60».
2002
Του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Καβάφη.
2004
Του απονέμεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο ο Χρυσός Σταυρός της Τιμής για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.
2008
Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.