Βιβλία που δεν θα συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους
Αύγουστος του 2010. Ξεκινούσα για διακοπές και στις διακοπές πάντα θέλω να έχω μαζί μου μερικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Εκτιμώ πολύ την ευφυΐα τους, με απορροφούν και με ξεκουράζουν ταυτόχρονα και γι' αυτό τα καταπίνω σαν κουφέτα. Με τα μπαγκάζια φορτωμένα στο αυτοκίνητο και την οικογένεια να περιμένει, μπήκα ασθμαίνοντας στο βιβλιοπωλείο της Βιβής: « Δώσε μου στα γρήγορα δύο-τρία βιβλία, φεύγω διακοπές και δεν έχω τίποτε να διαβάσω .» Φεύγοντας είχα στα χέρια μου και ένα βιβλίο με τίτλο τα “Δείπνα της Εκάτης” του Λεωνίδα Καληδόνη.
Τα πρώτα σημάδια ήταν ευοίωνα. Η γραφή καλή. Η διήγηση έρεε αβίαστα από σελίδα σε σελίδα. Η δράση εξελισσόταν σε μία σύγχρονη, ατμοσφαιρική, νουάρ Αθήνα. Pas mal. Βεβαίως, συμβαίνουν κάποιοι μυστηριώδεις φόνοι και πρέπει να βρεθεί ο δολοφόνος. Όλα όπως πρέπει. Ήταν ωραίο και το ξενοδοχείο, ωραία και η Λευκάδα! Το πρωί στην ξαπλώστρα, το μεσημέρι στην κρεββατάρα και το βράδυ στην αυλή, γύριζα σελίδες και έψαχνα για το δολοφόνο. Dolce vita! Υπήρχε βέβαια και μία γενναία δόση παγανισμού, ανακατωμένου με δεισιδαιμονίες και αρχαιοελληνική μυθολογία. Ολίγη από Λιακόπουλο και ολίγη από Μάγισσες της Σμύρνης, αλλά δεν χαλιόμουν. Άλλωστε από τον Dan Brown και μετά είχαμε υπερεκτεθεί αναγνωστικά στο μεταφυσικό, συνωμοτικό. Βροχή έπεφταν τότε στα βιβλία οι μάγισσες, οι νεράιδες , τα ξωτικά και τα βαμπιρ. Επιείκεια, το λοιπόν, στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.
Με την πλοκή σε πλήρη εξέλιξη, στο ζενίθ της αγωνίας, όταν όλοι πλέον ήταν ύποπτοι για serial killers, οι δύο βασικοί άρρενες ήρωες κάνουν ένα θεαματικό come- out και από στρειτ -καζανόβας ο ένας και στρειτ- ιντελεκτουέλ ο άλλος, έρχονται και ζουν ένα τρελό ομοφυλοφιλικό πάθος επί αρκετές σελίδες. Κάθε αστυνομικό θρίλερ, που σέβεται τον εαυτό του έχει μία τουλάχιστον femme fatale. Εδώ θα έχουμε έναν μοιραίο ανήρ, σκέφτηκα. Γιατί όχι;
Μετά από αυτό, όμως, όλα αλλάζουν. Αλλάζει ο τόνος, αλλάζει το χρώμα. Οι φόνοι αρχίζουν να ωχριούν μπροστά στις σκέψεις, στις ενοχές, στο πάθος, στην αγωνία και στην έλξη που νιώθει ο ιντελεκτουέλ και ήδη γκέι βασικός ήρωας μας. Ο πρώην καζανόβας και ήδη μοιραίος ανήρ, έχει φρικτά παιδικά τραύματα, τα οποία ο συγγραφέας ξεδιπλώνει με λύσσα από σελίδα σε σελίδα. Αυτό θα έπρεπε να θυμίσει λίγο «Seven» , λίγο σιωπή των αμνών, αλλά τελικά δεν τα θυμίζει καθόλου. Ακολουθώ υπάκουα τον συγγραφέα, μέσα από ατέλειωτες σελίδες περιγραφών φρικτών παιδικών βασανιστηρίων και διαστροφικών ενήλικων συμπεριφορών. Ο συγγραφέας βασανίζεται και μας βασανίζει. Άλλο επιθυμεί να αφηγηθεί, κάτι διαφορετικό από αυτό που ξεκίνησε να γράφει. Παρόλα αυτά, τον ακολουθώ, για να φτάσουμε μαζί, όπως ξεκινήσαμε, στην αποκάλυψη του δολοφόνου και στην κάθαρση.
Καθώς,όμως, οι σελίδες πλησιάζουμε στο τέλος, η αποκάλυψη του δολοφόνου ενδιαφέρει ολοένα και λιγότερο τον συγγραφέα. Οι περιγραφές έχουν ήδη κατακτήσει τα βασικά του σαδομαζοχισμού. Τίποτε αστυνομικό δεν έχει απομείνει. Μόνο βία, σάρκα και αίμα. Θηλές που στάζουν αίμα. Η αφήγηση έχει πλέον απογειωθεί στα ύψη του μαρκησίου ντε σαντ. Αλλά εγώ εκεί. Πιστή στον συγγραφέα και στον μύθο του, μένω για το τέλος και την κάθαρση. Όσο μεγαλώνει η αποστροφή μου για τα ποτάμια ωμής βίας, αίματος και πόνου, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ανάγκη μου για το τέλος. Όποιο τέλος διαλέξει ο συγγραφέας!
Αμ δε! Ο ιντελεκτουέλ ήρωας, συγκλονισμένος, δραπετεύει από τον φρικτό κόσμο του πρώην καζανόβα και τρέχει να φύγει για να σωθεί ώσπου ξαφνικά … στην τελευταία σελίδα... κάνει μια σκέψη: Τον αγαπάει! Τον πρώην στρειτ -καζανόβα, φρικτά κακοποιημένο, διεστραμμένο και ήδη διαλυμένο κατ΄ εξακολούθηση δολοφονο αλλά η αγάπη είναι το παν και όλα τα γιατρεύει! Όλα γίνονται ροζ! Αλλάζει ρότα και χάνεται με το αυτοκίνητο του στο ηλιοβασίλεμα, γυρνώντας πίσω στη Μάνη (!) εκεί που τον είχε αφήσει με τα κουζινομάχαιρα και τις ματωμένες θηλές στην ταράτσα του μανιάτικου πύργου (!) για να τον αγκαλιάσει, να του αφοσιωθεί και να ζήσουν ερωτευμένοι happily ever after!
Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να θύμωσα τόσο πολύ με ένα βιβλίο:
Για την ματαίωση των υψηλών προσδοκιών των πρώτων σελίδων; Ναι, αλλά όχι κυρίως για αυτό.
Για την τεράστια ποσότητα αίματος, βίας και πόνου που χρειάστηκε να υποστώ προκειμένου ο συγγραφέας να βρει το θάρρος να γράψει την ομοφυλοφιλική ιστορία αγάπης που εξ αρχής ήθελε να γράψει , αλλά δεν το τόλμησε; Ναι και για αυτό!
Για την κάθαρση, που μου στέρησε; Ναι, αυτό μου την έδωσε στα νεύρα.
Για το χλιαρό, ροζ τέλος, που σε τίποτε δεν ζηλεύει όλα τα Αρλεκιν και τα Βίπερ-Νόρα του κόσμου; Αυτό μου έκανε τα νεύρα σμπαράλια.
Για την προδοτική, ανάλγητη και χυδαία προσβολή στον αγώνα και στο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων; Αυτό με έκανε έξαλλη. Το βιβλίο αυτό, όχι μόνο ήθελε να γράψει για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και δίστασε να το κάνει ευθέως αλλά επιπλέον ήθελε και να πουλήσει! Και για το λόγο αυτό συνέδεσε την έκρηξη του γκέι-πάθους με παγανιστικές δοξασίες, μητέρες- θεές, serial-killers, σκληρά παιδικά τραύματα, βιασμούς και βασανιστήρια και για να πουλήσει … πούλησε κοψοχρονιά την ομοφυλοφιλία σαν αρρώστια.
Αυτό είναι ένα βιβλίο που με θύμωσε πολύ και δεν το συστήνω σε κανέναν. Βεβαίως με κάτι περιγραφές σαν τις παραπάνω, μου το έχουν ζητήσει και το έχω δανείσει σε καμιά ντουζίνα ανθρώπους και μάλλον έχω γίνει η καλύτερη διαφημίστρια του Καληδόνη. Τώρα που τα γράφω αυτά, αναλογίζομαι ότι δεν θυμάμαι καθόλου τα άλλα βιβλία που είχα διαβάσει σε εκείνες τις διακοπές, τις τελευταίες διακοπές…
Γιατί κάποτε πηγαίναμε και διακοπές σε ξενοδοχεία και αγοράζαμε και μία ντάνα βιβλία μόνο για τις διακοπές! Κοίτα να δεις τώρα, καθώς με τυλίγει η προσωπική μου θλίψη, τα δείπνα της Εκάτης με θυμώνουν όλο και λιγότερο, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Μάρθα