Αλέξανδρος Νάρης: Η αποστολή
«Εναλλακτικές Εκδόσεις», Αθήνα 2013
Έχουμε
συνηθίσει να θεωρούμε εντελώς φυσιολογικό να μαθαίνουμε ότι η τάδε ή ο δείνα
λογοτέχνης είναι φιλόλογος ή γενικότερα καθηγητής στην μέση εκπαίδευση,
δάσκαλος, δημόσιος υπάλληλος, δημοσιογράφος, οικονομολόγος και τα σχετικά, ενώ σίγουρα
θα μας κάνει εντύπωση εάν πληροφορηθούμε ότι ο συγγραφέας είναι αγρότης,
υδραυλικός, καταστηματάρχης ή στρατιωτικός. Κοινωνικά στερεότυπα ή
προκαταλήψεις θα μου πείτε, λανθασμένα μεν, υπαρκτά δε.
Αποδεικνύεται
όμως ότι εκείνο που προέχει είναι το ταλέντο, το φυσικό, καθαρό, αυθεντικό
ταλέντο, που το αναγνωρίζεις από την πρώτη σελίδα που θα διαβάσεις.
Ισχυρίζομαι
ότι μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Αλέξανδρος Νάρης, στρατιωτικός στο
επάγγελμα μέχρι πρόσφατα, που πρωτοεμφανιζόμενος μας έδωσε το καταπληκτικό
μυθιστόρημα «Οι ανύπαρκτοι» («Εναλλακτικές Εκδόσεις», Αθήνα 2009) πριν λίγα
χρόνια, για το οποίο είχα γράψει:
«...Πάνω απ’ όλα όμως, εκείνο που αποτυπώνεται
έντεχνα, συγκινεί και αφήνει ένα συναίσθημα θλίψης, είναι η διαπίστωση της
τραγικότητας των ζωών που καταστρέφονται μέσα στην δίνη των πολεμικών
συγκρούσεων είτε πρόκειται για τους απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας είτε
για κάποιους από τους πρωταγωνιστές. Μια αίσθηση ματαιότητας και η συνειδητοποίηση
το πόσο φτηνή είναι τελικά η ανθρώπινη ζωή και πόσο λίγο μετράει στους
σχεδιασμούς κάποιων κέντρων που διευθύνουν τον πλανήτη. Η δεξιοτεχνία του
συγγραφέα βρίσκεται ακριβώς στο ότι όλα αυτά τα «περνάει» χωρίς φτηνιάρικους
μελοδραματισμούς, βαρύγδουπους αφορισμούς ή ψευτοκουλτουριάρικες κλάψες...».
Το νέο μυθιστόρημα του Νάρη είναι συγκλονιστικό και
μοναδικό για την ελληνική πεζογραφία, μια και αναφέρεται στην συνεχιζόμενη
αιματοχυσία ενός ακήρυκτου πολέμου, σε μια «εξωτική» χώρα, στο Αφγανιστάν. Και
αυτές οι αναφορές δεν προέρχονται από τηλεοπτικές ειδήσεις ή γραπτά
δημοσιογράφων περί Αφγανιστάν, αλλά αποτελούν οδυνηρές βιωματικές εμπειρίες,
που έζησε ο συγγραφέας αυτοπροσώπως και τις αισθάνθηκε στο πετσί του,
υπηρετώντας εκεί ως μέλος της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής.
Βεβαίως, το μυθιστόρημα αυτό δεν αποτελεί απλώς μια
αφήγηση κάποιων γεγονότων, αλλά θέτει μια σειρά από πολιτικούς, κοινωνικούς και
γενικότερους προβληματισμούς, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της μαζικής εισόδου
στην χώρα μας ανθρώπων με άλλη κουλτούρα, νοοτροπία, λογική και ψυχοσύνθεση, της
αδυναμίας αντιμετώπισης του φαινομένου, όχι μόνον από ένα ανίκανο και
μισοδιαλυμένο κράτος, αλλά και από την νεοελληνική κοινωνία, τις επιπτώσεις του
και γενικότερα όλα αυτά που συνθέτουν το τρομακτικό από κάθε άποψη πρόβλημα της
λαθρομετανάστευσης.
Ο
συγγραφέας δεν διστάζει να θέτει ζωτικά και εξ ίσου σκληρά ερωτήματα, όπως το
συνταρακτικό: «Γιατί αξίζουμε ως έθνος να σωθούμε;» (σελ. 155), να θίγει βασικά
ζητήματα, όπως το πρόβλημα της κατάρρευσης της κάποτε ανθούσας ελληνικής
βιοτεχνίας (σελ. 152), την αγνοημένη από το αθηναϊκό κράτος, προβληματική, αλλά
και ταυτόχρονα τόσο ελκυστική περιοχή του Έβρου (σελ. 90-95), καθώς και ένα
πλήθος ακόμη θέματα που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την
πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ασχέτως αν συμφωνεί ή όχι με τις
θέσεις του συγγραφέα.
Για
την πλοκή του βιβλίου περιορίζομαι να μεταφέρω αυτά που γράφει το οπισθόφυλλο:
«...Μια δημοσιογράφος που ξεκινά μια έρευνα
ρουτίνας γύρω από τη σύλληψη ενός λαθρομετανάστη στον Έβρο, ένας ηττημένος
πολεμιστής που παλεύει να ξεφύγει από δαίμονες του παρελθόντος του, μια γυναίκα
με αστείρευτη ενέργεια, ένας αφελής Έλληνας στρατιωτικός, ένας αντίστοιχος
"ψαγμένος" Αμερικανός και από την άλλη μεριά ένας εχθρός απόλυτα
αποφασισμένος και αφοσιωμένος στον σκοπό του, συναντούν το πεπρωμένο τους σ'
ένα ερειπωμένο σχολείο κωφαλάλων στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, όπου ένας από
τους πλέον περίπλοκους πόλεμους της ανθρώπινης ιστορίας έχει πάρει την πιο
άγρια μορφή του. Εγκληματίες, επαναστάτες, ήρωες και προδότες, ταγμένοι σε
χαμένους, ιερούς και συγχρόνως άθλιους, βρώμικους αγώνες, συναντιούνται,
συγκρούονται, καταστρέφουν και οικοδομούν, λεηλατούν και βοηθούν, σκοτώνουνε
και σώζουν, στο όνομα της πίστης, της πατρίδας, της ανθρωπιάς και της
ελευθερίας. Ανθρώπινα ερείπια μιας κατεστραμμένης χώρας βρίσκουν καταφύγιο σε
μια άλλη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, βυθισμένη στη σήψη, στη διαπλοκή και στην
πλαδαρότητα, απόλυτα ανίκανη να χειριστεί όχι απλώς ζητήματα που αφορούν τη
λαθρομετανάστευση, αλλά ζητήματα που αφορούν την ίδια την επιβίωσή της. Είναι
μια ιστορία για τη δύναμη της ψυχής ανθρώπων, εθνών και κοινωνιών. Είναι μια
ιστορία οργής, μίσους, αγάπης και ελπίδας. Είναι μια ιστορία πολέμου...».
Κλείνοντας,
οφείλω να αναφερθώ στο θέμα της επιμέλειας του βιβλίου, κάτι που στην Ελλάδα,
ατυχώς, παραμελείται συστηματικά. Είναι μια μεγάλη συζήτηση και εδώ δεν είναι ο
κατάλληλος χώρος για να την ανοίξω. Περιορίζομαι λοιπόν σε μια μόνον παράμετρο,
που είχα επισημάνει και στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Νάρη: Την απουσία
κάποιων υποσημειώσεων, που θα μπορούσε να είναι και ένα γλωσσάρι στο τέλος του
βιβλίου, όπου θα επεξηγούνται κάποιοι τεχνικοί όροι, οι οποίοι για έναν
στρατιωτικό είναι αυτονόητοι και τετριμμένοι, αλλά σε έναν αμύητο δημιουργούν
αμηχανία σχετικά με το τι ακριβώς εννοεί ο συγγραφέας. Για παράδειγμα στην
σελίδα 21 αναφέρει: «Ευτυχώς που δεν
υπήρχαν MLRS τότε, γιατί
(οι Τούρκοι) μπορούσαν να ζητήσουν και την Ξάνθη...»). Τι είναι
αυτά τα MLRS; Δεν έπρεπε να ζητήσει ο επιμελητής του βιβλίου
από τον συγγραφέα να γράψει μια επεξήγηση, όχι μόνον για τον συγκεκριμένο όρο,
αλλά και για τους υπόλοιπους;
Εν
πάση περιπτώσει ο αναγνώστης δεν πρόκειται να σταθεί εδώ, μια και η εξέλιξη της
υπόθεσης του μυθιστορήματος είναι βέβαιο ότι θα τον απορροφήσει σε τέτοιο
βαθμό, που ίσως δεν αντιληφθεί καν αυτές τις λεπτομέρειες.
Ανακεφαλαιώνοντας,
το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Νάρη αποτελεί ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό
δημιούργημα που πρέπει να διαβαστεί όχι μόνον για την πνευματική απόλαυση, αλλά
και για τους δύσκολους προβληματισμούς που θέτει στον αναγνώστη. Εύχομαι να το
δούμε και στον κινηματογράφο!
Δημήτρης Ε.
Ευαγγελίδης