Χρίστου Δάλκου: «Η παλαιότητα της νέας ελληνικής» -
Μια νέα πολιτισμική πρόταση
Εκδόσεις «Μελάνι», Ιούλιος 2011 – σελ. 101
Είχα προσφάτως την ευκαιρία να μελετήσω την μονογραφία του φιλολόγου Δρ. Χρίστου Δάλκου, που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα, με τον τίτλο «Η παλαιότητα της νέας ελληνικής» και το οποίο ο συγγραφέας του, είχε την ευγένεια και την καλωσύνη να μου το στείλει ως «αντίδωρον», όπως αναφέρει στην αφιέρωσή του.
Ο Χ.Δ. είναι γνωστός στους αναγνώστες του «Άρδην» και της «Ρήξης» (και όχι μόνον) από τις πολυάριθμες εργασίες, μελετήματα, άρθρα κ.λπ. που έχει δημοσιεύσει γύρω από γλωσσικά/γλωσσολογικά ζητήματα και θέματα πολιτισμού γενικότερα. Βεβαίως, τα θέματα που τον συναρπάζουν είναι οι σχέσεις της λεγομένης «προ»-ελληνικής με την νεοελληνική και η «ενδοσυγκριτική» διερεύνηση των γλωσσικών φαινομένων, η οποία, κατά τον συγγραφέα, υπερβαίνει τον αυστηρό (απόλυτο και ισοπεδωτικό, τον χαρακτηρίζει ο Χ.Δ.) διαχωρισμό συγχρονίας-διαχρονίας, που δέχεται και υποστηρίζει η σύγχρονη Ιστορικο-συγκριτική Γλωσσολογία.
Αυτά τα ζητήματα αποτελούν και το βασικό θέμα με το οποίο ασχολείται ο συγγραφεύς στην εν λόγω μονογραφία, υποστηρίζοντας ότι «...η νέα ελληνική είναι δυνατόν να διασώζῃ τύπους αρχαιότερους και αυτών της αττικής διαλέκτου» (σελ. 40), υπερβαίνοντας έτσι το μέχρι σήμερα γενικότερα αποδεκτό σχήμα της γραμμικής εξέλιξης της γλώσσας μας: Πρωτο-ελληνική – Αττική διάλεκτος – ελληνιστική Κοινή – μεσαιωνική ελληνική – νέα ελληνική.
Το έργο διαρθρώνεται στις εξής ενότητες: Η νεωτερική/»νεογραμματική» θεωρία – Ετυμολόγηση αρχαιοελληνικών λέξεων βάσει (και) της «νεο»ελληνικής – Περί της πληρεστάτης συγγενείας της Σλαβονο-Ρωσσικής γλώσσης προς την Ελληνικήν – Η γλώσσα της Γραμμικής Α΄ - Η αξιοποίηση του «νεο»ελληνικού γλωσσικού πλούτου – Η ανάγκη υπέρβασης όχι μόνο της νεωτερικής, αλλά και της μετανεωτερικής αντίληψης για την γλώσσα και τον πολιτισμό και κλείνει με την παράθεση πλούσιας βιβλιογραφίας.
Πιστεύω ότι το αξιολογότατο αυτό πόνημα του Χ.Δ. αξίζει να μελετηθεί και να αντιμετωπιστεί ως μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστημονική υπόθεση (και πρόκληση) από ειδικούς επιστήμονες διαφορετικών κλάδων, ώστε να έχουμε πειστικές απαντήσεις για το τι ακριβώς συμβαίνει με τα γλωσσικά φαινόμενα που περιγράφει ο συγγραφεύς και κατά πόσον η ερμηνεία που προτείνει μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση των παγιωμένων σήμερα και «ακαδημαϊκά ορθών» αντιλήψεων.
Προσωπικά θεωρώ ότι στην παρακμιακή ατμόσφαιρα της γενικευμένης διάλυσης που βιώνουμε, κάτι τέτοιο συγκεντρώνει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες να συμβεί, λόγω και της συνηθισμένης πρακτικής των πανεπιστημιακών μας, που οχυρωμένοι πίσω από τις δογματικές και ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και αντιλήψεις περί του ακαδημαϊκού αλάθητου, αντιμετωπίζουν τέτοιες περιπτώσεις ως ενοχλητικές, που εμπεριέχουν μάλιστα και τον κίνδυνο να αποκαλύψουν την επιστημονική τους γυμνότητα και ημιμάθεια.
Στο σημείο αυτό δράττομαι της ευκαιρίας να εκθέσω τις απόψεις μου για παρόμοια επιστημονικά ζητήματα. Σε άλλες χώρες η διεπιστημονική συνεργασία ειδικών από διαφόρους κλάδους είναι μια καθιερωμένη πρακτική στην προσπάθεια επίλυσης επιστημονικών ζητημάτων και προβλημάτων. Έτσι, σε θέματα αποτίμησης π.χ. των ανασκαφικών ευρημάτων μιας προϊστορικής τοποθεσίας, διαπιστώνουμε ότι συνεργάζονται κατά περίπτωση και αναλόγως των ευρημάτων αρχαιολόγοι, γεωλόγοι, ιστορικοί, παλαιοανθρωπολόγοι, παλαιοβοτανολόγοι, γλωσσολόγοι, μηχανικοί, προγραμματιστές υπολογιστών, τεχνικοί και γενικά επιστήμονες από εντελώς διαφορετικούς κλάδους και ειδικότητες, ώστε να μπορούν να ερμηνεύσουν τα δεδομένα και να καταλήξουν σε αποδεκτά συμπεράσματα.
Αυτή είναι, αν όχι η αντίρρηση, η επιφύλαξή μου έστω, στην υπόθεση που προτείνει ο συγγραφεύς για την ερμηνεία των γλωσσικών φαινομένων που περιγράφει. Υπστηρίζω, με άλλα λόγια, ότι πρόκειται για ζήτημα που απαιτείται διεπιστημονική διερεύνηση και προσέγγιση.
Πέρα όμως από αυτήν την γενικότερη τοποθέτησή μου σε ένα θέμα αρχών και επιστημονικής δεοντολογίας, πιστεύω ότι υπάρχουν και ορισμένα άλλα σημεία που χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων, αλλά και τεκμηρίωσης.
Αναφέρομαι στην διεκδίκηση της Γραμμικής Α΄, του γραμμικού συλλαβικού συστήματος που χρησιμοποιήθηκε στην Παλαιοανακτορική (1900-1700 π.Χ.) και Νεοανακτορική (1700-1450 π.Χ.) Μινωϊκή Κρήτη ως γραφής που εμπεριέχει: «...μια μορφή πρωτοελληνικής γλώσσας, συγγενικής όχι μόνο με την αρχαία, αλλά και την νέα ελληνική...» (σελ. 65). Μια τέτοια υπόθεση, που ανατρέπει τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά, γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και ιστορικά επιστημονικά δεδομένα (βλ. σχετικά Μ. Σακελλαρίου: Οι γλωσσικές και εθνικές ομάδες της ελληνικής προϊστορίας, Ιστορία Ελληνικού Έθ¬νους, τόμ. Α΄ σελ. 356-379, Αθήνα, 1972 – J. P. Mallory: In Search of the INDO-EUROPEANS - London, 1991 – Mallory, J.P. & Adams, D.Q. (ed.): The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford U. P. 2006 – David W. Anthony, The Horse, the Wheel, and Language: How Bronze-Age Riders from the Eurasian Steppes Shaped the Modern World, Princeton N. J. 2007 – Roger D. Woodard (ed.): The ancient languages of Asia Minor – Cambridge U.P. 2008), θεωρώ ότι απαιτεί συντονισμένη και ίσως πολύχρονη διεπιστημονική ερευνητική προσπάθεια και δεν νομίζω ότι είναι απλώς θέμα «...αποκαθήλωση(ς) των θεσφάτων της νεογραμματικής αντίληψης...», όπως υποστηρίζει ο συγγραφεύς (σελ. 65).
Και τούτο διότι πέραν των αυστηρώς επιστημονικών διεργασιών ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροπής σε ατραπούς «αυτοχθονισμών» και εμπλοκής σε διατυπώσεις «μη-συμβατικών» θεωριών, όχι μόνον από τους καραδοκούντες «ελλαδέμπορους», αλλά και από τους Νεο-σταλινικούς θεωρητικούς του Περισσού, ως είθισται.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον πόνημα, που αξίζει να μελετηθεί από το ευρύτερο κοινό που είναι ευαίσθητο στα ζητήματα αυτά και φυσικά από εξειδικευμένους επιστήμονες (φιλολόγους, ιστορικούς της γλώσσας μας, αρχαιολόγους, γλωσσολόγους), με την ελπίδα κάποιοι να συμβάλουν με τις γνώσεις τους στον προβληματισμό που θέτει η μονογραφία του Χ.Δ.
Κλείνοντας, σπέυδω να προσθέσω ότι η χρήση του πολυτονικού, κατά την ταπεινή μου άποψη, κάνει το εν λόγω έργο έτι θελκτικότερο.
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης