Κομματική δραστηριότητα
Από το 1931 μέχρι το 1938 ο Α.Κ. υπήρξε μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο εγκατέλειψε μετά από τις διαβόητες «Δίκες της Μόσχας» με τις οποίες ο Στάλιν εξόντωσε σχεδόν ολόκληρη την «παλιά φρουρά» των στελεχών των Μπολσεβίκων. Πέρα από την τραγωδία των κομματικών «εκκαθαρίσεων», εκείνο που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και έρριξε τον σπόρο της αμφισβήτησης και που βαθμιαία ωδήγησε στην αποχώρηση του Καίσλερ από το Κόμμα ήταν ασφαλώς η παραμονή του στην Σοβιετική Ένωση (1932-1933) και τα ταξίδια που έκανε σε διάφορες περιοχές της χώρας, με την καθοδήγηση και επίβλεψη των αρχών. Περιηγήθηκε στην περιοχή του Καυκάσου, όπου επισκέφθηκε το όρος Αραράτ και την Αρμενία, τις πετρελαιοπηγές του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, στην κεντρική Ασία, όπου περιόδευσε στην Σοβιετική Τουρκμενική Δημοκρατία, φθάνοντας μέχρι τα σύνορα με το Αφγανιστάν. Αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να γράψει ένα βιβλίο με τα επιτεύγματα και την πρόοδο του Σοσιαλισμού. Στο Τουρκμενιστάν συναντήθηκε με τον Νεγρο-Αμερικανό ποιητή James Langston Hughes, ο οποίος αργότερα ανέφερε αυτήν την συνάντηση στην αυτοβιογραφία του. Το 1931 ο Α.Κ. συμμετείχε ως μέλος του πληρώματος στην πολυδιαφημισμένη αποστολή με αερόπλοιο Ζέππελιν στον Βόρειο Πόλο.
Στο δεύτερο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «
Η αόρατη γραφή» ("
The Invisible Writing: The Second Volume Of An Autobiography, 1932-40" αρχική έκδοση 1954 – ελλην. μετάφραση Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1983), ο Καίσλερ θυμάται ότι στην διάρκεια του καλοκαιριού του 1935 «…
έγραψα σχεδόν το μισό ενός σατιρικού μυθιστορήματος με τον τίτλο: «Ο καλός στρατιώτης Σβέϊκ πηγαίνει και πάλι στον πόλεμο» […] Το βιβλίο, μου το είχε παραγγείλει ο Βίλλυ Μύντσεμπεργκ (o επικεφαλής της σοβιετικής προπαγάνδας στις Δυτικές χώρες - Σημ. ΔΕΕ)
[…] αλλά το Κόμμα έθεσε βέτο με το αιτιολογικό ότι περιείχε «ειρηνιστικά λάθη»…» (σελ. 308).
Εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης (1983)
Μεταξύ 1933-36 έζησε στην Γαλλία κερδίζοντας τα προς το ζην εργαζόμενος ως ελεύθερος δημοσιογράφος (free-lance journalist). Εξέδωσε τότε την αντι-Χιτλερική εβδομαδιαία εφημερίδα Zukunft («Μέλλον»). Μεταξύ 1936 και 1939 υπήρξε ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας News Chronicle, η οποία τον έστειλε το 1937 στην Ισπανία, η οποία σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο. Συνελήφθη στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 από τις δυνάμεις του Στρατηγού Φράνκο και
καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά τα γεγονότα και οι συμπτώσεις δεν επέτρεψαν να εκτελεσθεί η ποινή. Η σύλληψή του έγινε στην
Μάλαγα, όπου είχε παραμείνει, παρά την εγκατάλειψη της πόλης από τις στρατιωτικές δυνάμεις των Δημοκρατικών, επιδιώκοντας να καταγράψει την συμπεριφορά των στρατευμάτων του Φράνκο στον πληθυσμό της πόλης. Μετά την σύλληψή του και την μεταφορά του λίγο αργότερα στις φυλακές της
Σεβίλλης, έμαθε για την θανατική καταδίκη του, βιώνοντας καταστάσεις τρόμου και αγωνίας, καθώς αντιλαμβανόταν τις συνεχείς εκτελέσεις που πραγματοποιούνταν σχεδόν καθημερινά. Συχνά έπεφτε σε κατάσταση απάθειας ή παθητικότητας, τις οποίες επιχειρούσε να καταπολεμήσει με απεργίες πείνας, ίσως και από αισθήματα ενοχής, διαπιστώνοντας ότι ήταν προνομιούχος σε σχέση με τους άλλους κρατουμένους, οι οποίοι εκτελούντο αμέσως μετά την αναγγελία της θανατικής τους καταδίκης. Σε ένα μήνυμα που του έστειλαν τρεις άλλοι συγκρατούμενοί του, μέλη της Δημοκρατικής Πολιτοφυλακής, του έγραψαν: «
Αγαπητέ σύντροφε ξένε, εμείς οι τρεις είμαστε επίσης καταδικασμένοι σε θάνατο και θα τουφεκιστούμε σήμερα ή αύριο. Εσύ όμως πρέπει να επιβιώσεις και αν κάποτε απελευθερωθείς πρέπει να πληροφορήσεις όλο τον κόσμο για αυτούς που μας σκοτώνουν επειδή εμείς επιθυμούμε την Ελευθερία και όχι τον Χίτλερ».
Όπως έγραψε αργότερα για το θέμα των πολιτικών ελευθεριών σε ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στους «Τάϊμς της Νέας Υόρκης» (“Πρόκληση προς τους ιππότες με την σκουριασμένη πανοπλία” 14 Φεβρουαρίου 1943):
«…Πραγματικά, το Ιδανικό της καλά-λειτουργούσας δημοκρατικής πολιτείας είναι παρόμοιο με το ιδανικό καλορραμένο κοστούμι ενός τζέντλεμαν: Δεν πρέπει να τραβάει την προσοχή. Για τον απλό πολίτη της Βρετανίας η Γκεστάπο και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως είχαν περίπου τον ίδιο βαθμό αξιοπιστίας που είχαν οι ιστορίες για το τέρας του Λοχ Νεςς. Η προπαγάνδα για της θηριωδίες είναι ανίσχυρη μπροστά στην υγιή έλλειψη φαντασίας…»
Τελικώς, το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών (British Foreign Office) πέτυχε την απελευθέρωση του Καίσλερ στις 14 Μαΐου του 1937, ο οποίος ανταλλάχθηκε με μια όμορφη αριστοκράτισσα Ισπανίδα, την σύζυγο ενός από τους διασημότερους πιλότους του Φράνκο, τον Κάρλος Χάγια (Carlos Haya), η οποία είχε συλληφθεί από τους Δημοκρατικούς. Από την Σεβίλλη ο Καίσλερ μεταφέρθηκε αεροπορικώς (με πιλότο τον ίδιο τον Κάρλος Χάγια, που κατά τραγική ειρωνία, μια εβδομάδα μετά την επανένωσή του με την σύζυγό του, σκοτώθηκε όταν το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε στην μάχη της Τερουέλ) στην μικρή πόλη Λα Λινέα στα σύνορα με την βρετανική αποικία του Γιβραλτάρ και από εκεί στην Αγγλία, όπου του επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή. Προϊόν αυτής της τραυματικής εμπειρίας ήταν το βιβλίο «Ισπανική Διαθήκη – Spanish Testament» (γραμμένο στα γερμανικά, μέσα σε δύο μήνες, στην διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, μετά την απελευθέρωσή του), το οποίο ξαναγράφτηκε και κυκλοφόρησε το 1942 με τον τίτλο «Διάλογος με τον Θάνατο – Dialogue with Death».
Εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης (χ.χ.)
Εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης (1981)
Τον Σεπτέμβριο του 1937 η Διεύθυνση της εφημερίδας News Chronicle, αποφάσισε να τον στείλει στην Ελλάδα και στην Παλαιστίνη για μια σειρά ανταποκρίσεων, μια «διακριτική αργομισθία», όπως την περιγράφει ο Καίσλερ στην αυτοβιογραφία του («Η αόρατη γραφή», ό. π. σελ. 411). Με πρώτο σταθμό το Παρίσι, όπου θα έχει μια δυσάρεστη συνάντηση με δύο μέλη του Κόμματος, θα μεταβεί στην συνέχεια στην Ελβετία όπου θα κάνει πραγματικότητα την παλιά του επιθυμία να συναντήσει τον αυτοεξόριστο διάσημο Γερμανό συγγραφέα Τόμας Μαν, αλλά η συνάντηση εξελίχθηκε σε αποτυχία προς μεγάλη απογοήτευση του Καίσλερ. Μετά από μια σύντομη στάση στο Βελιγράδι, όπου θα συναντήσει για τελευταία φορά τον πατέρα του (οι γονείς του ήρθαν από την Βουδαπέστη, όπου ζούσαν και όπου ο Καίσλερ δεν ήταν δυνατόν να πάει για πολιτικούς λόγους), ο Καίσλερ θα μείνει για λίγες μέρες στην Αθήνα και από εκεί θα καταλήξει, μέσω Αλεξανδρείας της Αιγύπτου, στην Παλαιστίνη, όπου είχαν και πάλι φουντώσει οι συγκρούσεις Αράβων και Εβραίων για την διαίρεση της Παλαιστίνης και την δημιουργία Εβραϊκού κράτους. Όπως τονίζει πολύ σωστά («Η αόρατη γραφή», ό. π. σελ. 415):
«Το 1937 η διαίρεση θα μπορούσε να γίνει με σχετικά μικρότερα προβλήματα και λιγότερη αιματοχυσία. Τα αντιπροσωπευτικά Εβραϊκά Σώματα ήταν έτοιμα να την δεχτούν. Οι συντηρητικοί Άραβες αρχηγοί θα υποχωρούσαν στις διπλωματικές πιέσεις. Ο ισχυρότερος απ’ αυτούς, ο βασιλιάς Αμπντουλά της Υπεριορδανίας (τον οποίο ξαναεπισκέφθηκα στο Αμμάν σε μια ανάπαυλα των εξεγέρσεων) μου είπε σε μια συνέντευξη και κάπως καλυμμένα, πράγματα που σήμαιναν ότι θα δεχόταν αυτή την διαίρεση. Η κυβέρνηση όμως του Νέβιλ Τσάμπερλαιν αρνήθηκε να επικυρώσει το σχέδιο της Βασιλικής Επιτροπής και έτσι, τα επόμενα δέκα χρόνια, η αγγλική πολιτική στην Παλαιστίνη βυθίστηκε σε μια σκοτεινή νύχτα αναποφασιστικότητας, λάθους και προκατάληψης. Τελικά εγκρίθηκε η διαίρεση ύστερα από μια δεκαετία ανώφελων βασάνων και αιματοχυσίας, από τα Ηνωμένα Έθνη και εφαρμόσθηκε με τη δύναμη των όπλων στον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο (του 1948)».
Ο Καίσλερ επέστρεψε στο Λονδίνο στις αρχές του 1938 και επί τέσσερεις εβδομάδες έδινε διαλέξεις σε ολόκληρη την Αγγλία για την Λέσχη του Αριστερού Βιβλίου. Την Άνοιξη πήγε στο Παρίσι όπου πληροφορήθηκε για τις πολιτικές εξελίξεις στην Σοβιετική Ένωση, όπου, τον Μάρτιο του 1938, διαδραματιζόταν η τραγωδία του επόμενου στάδιου των «Δικών της Μόσχας», με το δεύτερο μεγάλο κύμα εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Τα γεγονότα που ακολούθησαν (εκτελέσεις κορυφαίων στελεχών του διεθνούς κομμουνισμού) και κυρίως η άφιξη στο Λονδίνο, όπου είχε ξαναγυρίσει ο Α.Κ., της παιδικής του φίλης και παλιάς του ερωμένης Εύας Στράϊκερ-Βάϊσμπεργκ (Eva Striker-Weissberg) από την Ρωσσία (που μόλις είχε αποφυλακιστεί από τις διαβόητες φυλακές της Λιουμπιάνκα), υπήρξαν καταλυτικά. Ο Καίσλερ έμαθε από «πρώτο χέρι» το τι διαδραματιζόταν στην Σοβιετική Ένωση κάτω από το σταλινικό καθεστώς και τελικά ωρίμασε μέσα του, καθώς μεσολάβησαν και κάποια ακόμα περιστατικά, η απόφαση να αποχωρήσει αρχικά από το Γερμανικό Κ.Κ. διαφωνώντας με την πολιτική του Στάλιν. Το 1939 και μετά την είδηση για την υπογραφή της συνθήκης Χίτλερ-Στάλιν αποφάσισε να ξεκόψει οριστικά από τον κομμουνισμό.
(Συνεχίζεται)
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης