Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Χρονογράφημα


ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
(αφιερωμένο στον εγγονό μου, τα παιδιά μου, τα ξαδέρφια μου και τους συμμαθητές μου στο χωριό, που βλέπουν το fb). 

Καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου, απομεσήμερο. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων. Η γιαγιά μου η Ελένη, μου δίνει ένα καλάθι με φαγητά, να τα πάω στον αδελφό της, τον θείο Αναστάση, να τα πάει με την σειρά του στον μικρότερο γιο της, τον θείο μου τον Σταύρο, που πότιζε στις Πρώτες (τοποθεσία νοτιοδυτικά του χωριού), μαζί με το πετρέλαιο. Εκεί, στις Κόκκινες Πρώτες (εξαιτίας του κόκκινου αργιλόχωματος), η γιαγιά μου είχε ένα χωράφι, δώδεκα στρεμμάτων, εξ ημισείας με τον αδελφό της και ο θείος μου ο Σταύρος το πότιζε, εξ ου και η υποχρέωση του θείου Ανάσταση να του μεταφέρει τις προμήθειες. Φαγητό για τον ίδιο και πετρέλαιο για το μοτοράκι. 
Έφτασα, λοιπόν, με το βαρύ καλάθι, στο σπίτι του θείου Ανάσταση. Ήταν ένα χαμηλό σπίτι του Εποικισμού, το ένα από τα δύο που υπάρχουν ακόμη στο χωριό 

Αναγκαία παρένθεση. Το χωριό όλο, η Νέα Πέλλα, κατοικούνταν από πρόσφυγες που ήρθαν με την ανταλλαγή του '24 από το Τσιφλίκ-κιόι της Ανατολικής Θράκης. 
Άφησαν τα διώροφα σπίτια τους και τα 40.000 στρέμματα της γης τους και πήραν 10.000 στρέμματα, που είχαν να καλλιεργηθούν από το τέλος της αρχαιότητας, λόγω ελονοσίας, και από ένα οικόπεδο. Στο οικόπεδο αυτό έχτισαν, στην αρχή καλύβες. Αργότερα ήρθε ο Εποικισμός, μια κρατική εταιρεία, και τους έχτισε κάτι χαμόσπιτα, τα οποία ξεπλήρωναν σε βάθος εικοσαετίας στην Εθνική Τράπεζα. 
Δεύτερη παρένθεση. Η ανταλλαγή του '24 ήταν μια μοναδική, σε παγκόσμια κλίμακα, διακρατική συμφωνία, που υπέγραψαν Βενιζέλος και Κεμάλ. Ήταν μια ρεαλιστική πολιτική πράξη, που μακάρι να περιελάμβανε και την Δυτική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Μακάρι να εφαρμόζονταν το '61 και στην Κύπρο. Τα πράγματα θα ήταν πολύ-πολύ καλύτερα για όλους. 
Η ρεαλιστική, όμως, αυτή ανταλλαγή πληθυσμών, παρ’ ότι αναίμακτη, εκ πρώτης όψεως, είχε πολλά θύματα. Ο πληθυσμός της Νέας Πέλλας, συνηθισμένος στο ξηρό κλίμα της Ανατολικής Θράκης, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στο ελώδες περιβάλλον της Κεντρικής Μακεδονίας. Μέσα στην δεκαετία 1924-34 (το ‘32 αποξηράνθηκε η λίμνη) έχασε το 40% του ανθρώπινου δυναμικού του. 
Θυμάμαι μια γειτόνισσα, την γιαγιά Αριάδνη, που έρχονταν στο σπίτι μας. Είχε γεννήσει οκτώ παιδιά και της απέμειναν τα τέσσερα, εκ των οποίων το ένα, ο Απόστολος, σακάτης από σπασμούς, λόγω υψηλού πυρετού. 
Έμενε, λοιπόν η γιαγιά Αριάδνη στην γειτονιά μας με τον Απόστολο και την εγγονή της την Αριάδνη (η μητέρα της ήταν στην Γερμανία). Επειδή οι γειτόνισσες είχαν βαρεθεί να ακούν τα βάσανα της, έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι μας, όπου η πονόψυχη μάννα μου, άκουγε υπομονετικά. Ξεκινούσε τις διηγήσεις της πάντα με τον ίδιο τρόπο. 
- Είχα μια Γιαννούλα. Πέθανε δύο χρόνων... 
Αλλά και με τα ζωντανά παιδιά της δεν είχε καλύτερη τύχη. Η μία κόρη της παντρεύτηκε στην Αθήνα, η άλλη έφυγε στην Γερμανία και η τρίτη παντρεύτηκε στο διπλανό χωριό 
Τον άντρα της, Κυριάκο νομίζω τον έλεγαν, δεν τον ανέφερε συχνά. Μάλλον είχε πεθάνει νέος. Το μεγάλο, όμως, βάσανο της ήταν το στερνοπαίδι της ο Απόστολος. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και αποτελούσε αντικείμενο χλευασμού από τον κόσμο και κυρίως από τα παιδιά. Κανένας δεν τον φώναζε με το βαφτιστικό του. Όλοι χρησιμοποιούσαν κάποιο από τα πολλά παρατσούκλια που του είχαν κολλήσει. Πιο πολύ τον ενοχλούσε το παρατσούκλι «Πέτρος», δεν ξέρω γιατί. Κάθε μεσημέρι, που σχολούσαν τα παιδιά, πηγαίνοντας προς την κάτω γειτονιά, περνούσαν μπροστά από την σπίτι του, από την άλλη άκρη του δρόμου, για σιγουριά, και φώναζαν Πέτροοο, Πέτροοο. Έβγαινε τότε ο Απόστολος και τους κυνηγούσε με τις πέτρες.
Ο θεός έδωσε πολλά χρόνια στην γιαγιά Αριάδνη, για να φροντίζει το άρρωστο παιδί της. Κάποτε, όμως, την πήρε κοντά του και έμεινε ο Απόστολος μόνος και απροστάτευτος. Οι συγγενείς, τότε, τον πήγαν στο Λεμπέτ (Σταυρούπολη). Τον εξέτασαν οι γιατροί και αποφάνθηκαν ότι ο Απόστολος έχει μόνο κινητικά προβλήματα και όχι ψυχιατρικά η πνευματικά. Ξέχασα να σας πω ότι ήξερε όλες τις γιορτές του εορτολογίου, ακόμη και τις πιο μικρές. Είχε, ακόμη, και άλλες ικανότητες. Οι γιατροί, λοιπόν, είπαν στους συγγενείς ότι ο Απόστολος δεν είναι για το ψυχιατρείο τους, να τον πάρουν και να φύγουν. Εκείνη την ώρα, όμως, κάποιος φώναξε έναν γιατρό με το μικρό του όνομα, Πέτρο. Αυτό ήταν. Ο Απόστολος νόμισε ότι τον κοροϊδεύουν και άρχισε να βρίζει με τον μοναδικό τρόπο που ο ίδιος είχε αναπτύξει όλα τα χρόνια της ψυχολογικής του κακοποίησης στο χωριό. Τοτε οι νοσοκόμοι τον άρπαξαν και τον έβαλαν στα ενδότερα ! 
Έμεινε αρκετό καιρό στο Λεμπέτ ο Απόστολος. Μια μέρα, όμως, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Αφού πέρασαν κάμποσοι μήνες οι συγγενείς αποτάθηκαν στην Νικολούλη για να τον αναζητήσει. Μια ολόκληρη βραδιά ξενύχτησε όλο το χωριό παρακολουθώντας το «φως στο τούνελ». Έβγαιναν κάποιοι και έλεγαν ότι τον είδαν στα ξεροσφυράδικα στο Βαρδάρη, άλλοι έλεγαν ότι τον είδαν στα ξυλάδικα, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί. Δεν βρέθηκε, τελικά, ο Απόστολος και το χωριό πολύ στεναχωρήθηκε. 

Φτάνοντας στο σπίτι του θείου Αναστάση, με το βαρύ καλάθι, τον βρίσκω καθισμένο σε μια πέτρα, να πίνει τον απογευματινό του καφέ, που μόλις είχε φέρει η μονάκριβη κόρη του η Σταυρούλα, το τέκνο, όπως την έλεγε. 
Βγήκε και η θεία Ασημένια να με καλωσορίσει. Πολύ την αγαπούσα την θεία Ασημένια, νύφη της γιαγιάς μου, γιατί στα κάλαντα μου έδινε το μεγαλύτερο μουζντέ (φιλοδώρημα) πάντα δίφραγκο, συν μανταρίνια ! 
Τα άλλα σπίτια έδιναν μια δραχμή, μισή δραχμή ή μόνο φυρίκια βολιώτικα ή μανταρίνια χιώτικα. Η θεία Ασημένια έδινε πάντα δίφραγκο, παρ όλο που ήταν από τις πιο φτωχές του χωριού! 
Υπήρχε, όμως, εξήγηση. Ήταν χήρα, ο πρώτος άντρας είχε σκοτωθεί στον πόλεμο του ' 40 και έπαιρνε σύνταξη. Ζούσε στο χαμόσπιτο του Εποικισμού, που υπάρχει ακόμη, με τον δεύτερο άντρα της, τον θείο Αναστάση, την κόρη τους Σταυρούλα, το τέκνο, και τον Γιώργο, από τον πρώτο της γάμο. Τα άλλα σπίτια, παρ’ όλο που ήταν πλουσιότερα δεν είχαν δραχμές να δώσουν! Πώς εξηγείται το παράδοξο; Η πολιτική της σκληρής δραχμής των Μαρκεζίνη-Ζολώτα-Καραμανλή, είχε σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη κυκλοφορία νομίσματος. Ο κόσμος, στα χωριά, δεν είχε δραχμές και συναλλάσσονταν με ανταλλαγή προϊόντων, όπως τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, πριν οι άνθρωποι βρουν ψήγματα χρυσού στον Πακτωλό ποταμό και κόψουν νομίσματα. Περνούσε ο πλανόδιος ψαράς; Έβγαινε η γιαγιά μου η Ελένη, έδινε σιτάρι ή βαμβάκι και αγόραζε ψάρια. Περνούσε ο Σιδέρης ή ο Γιώργος ο πραματευτής, έδινε αυγά και αγόραζε κουβαρίστρες, τσίτια ή μολινέδες (moulineux) για την προίκα της θείας μου της Φωτεινιώς. Έδινε σιτάρι και αγόραζε παντόφλες από τον Δαρίβα. «Γκαλέτσια» (ξύλινα τσόκαρα), που ήταν πολύ της μόδας, τα αγόραζε από το μπακάλικο του Χατζόπουλου, με το τεφτεράκι. Μπορούσες να κρίνεις μια γυναίκα από τα γκαλέτσια που φορούσε. Η βιοτεχνία που τα κατασκεύαζε χρησιμοποιούσε ξύλο λεύκας, που ήταν μαλακό και εύκολο στην κατεργασία. Αυτό το ξύλο, όμως, είχε το μειονεκτήματα ότι φθείρονταν γρήγορα. Ξεκινούσε το γκαλετσι με 6-7 πόντους τακούνι και σε λίγο καιρό κατέληγε στον ένα πόντο. Μερικές μάλιστα τα έφθειραν εντελώς, σε βαθμό που έλειωνε εντελώς το τακούνι και η φτέρνα ακουμπούσε στο έδαφος! Γι' αυτό είπα ότι μπορούσες να κρίνεις μια γυναίκα από τα γκαλέτσια! 
Βρήκα, λοιπόν, τον θείο Αναστάση να στρίβει το λαθραίο του τσιγάρο, πριν ρουφήξει την πρώτη γουλιά από τον καφέ που του είχε φέρει η θεία Σταυρούλα, το τέκνο. 
Πρέπει, όμως, να εξηγήσω, για τους αδαείς, τι ήταν το λαθραίο στριφτό τσιγάρο. Κατ’ αρχήν είχε ως περιτύλιγμα κόκκινο χαρτί, αφορολόγητο, και όχι λευκό φορολογημένο. Τα κόκκινα αυτά χαρτάκια τα έδινε το κράτος στους καπνοπαραγωγούς, κλειστό επάγγελμα, για δική τους χρήση. Ο θείος Ανάστασης ,καθ’ ότι φτωχός και μεγάλος καπνιστής, δεν μπορούσε να αγοράσει πακέτο από το περίπτερο του Κυριαζή, που ήταν απέναντι από το σπίτι του. 
Πήγαινε, λοιπόν, στο διπλανό χωριό, το Μεσσιανό, όπου είχε πολλούς καπνοπαραγωγούς, αγόραζε καπνόφυλλα, τα οποία ψιλόκοβε πάνω σε ένα κούτσουρο, και κόκκινα χαρτάκια του μονοπωλίου. Αυτό, όμως, είχε και τους κινδύνους του. Έμπαινε ο χωροφύλακας η ο υπάλληλος της εφορίας καπνού στο καφενείο και όποιον έβλεπε να καπνίζει κόκκινο τσιγάρο του ζητούσε την άδεια καπνοπαραγωγού. Αν δεν είχε ήταν παράνομος και έτρωγε πρόστιμο ! 
Ο θείος Ανάστασης λοιπόν κάπνιζε λαθραίο και μάλιστα με μια φωτιά. Τι σημαίνει αυτό; Άναβε με αναπτήρα μόνο το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Στην συνέχεια, πριν σβήσει το πρώτο, έστριβε το δεύτερο και το άναβε με την φωτιά του πρώτου, στην συνέχεια άναβε το τρίτο με την φωτιά του δεύτερου κοκ μέχρι το βράδυ! Σίγουρα θα γελάει, από ψηλά που βρίσκεται, με τους σημερινούς καπνιστές που χρησιμοποιούν φίλτρα, τσιγάρα σλιμ, λάιτ κλπ. 
Το λαθραίο, μάλιστα, τσιγάρο ήταν συχνά θέμα συζήτησης στα καφενεία. Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στο διπλανό καπνοχώρι σε ένα μνημόσυνο. Στο τραπέζι που ακολούθησε βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στον αδελφό του συγχωρεμενου, που είχε έρθει από την Αμερική, για την περίσταση. Είχε ξενιτευτεί μικρός, δούλεψε, πρόκοψε στην πατρίδα του καπιταλισμού, αλλά δεν άλλαξε ιδεολογία, παρέμεινε κομμουνιστής! Κι ως γνωστόν οι κομμουνιστές έχουν ένα χούι. Κάνουν προπαγάνδα! Εκεί, λοιπόν, που πίναμε καφέ μου λέει: 
- Είναι κατάσταση αυτή; Να είσαι καπνοπαραγωγός και να μην μπορείς να κεράσεις ένα τσιγάρο τον φίλο σου; Κράτος είναι αυτό; 
Είχε αποκοπεί, ο καημένος, από την ελληνική πραγματικότητα, ζουσε ακόμη στην δεκαετία του ' 60, με τα λαθραία τσιγάρα και δεν γνώριζε τη νεότερη προπαγάνδα (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, επιχειρηματικοί όμιλοι κλπ). 
Πέθανε κι αυτός, το περασμένο καλοκαίρι, εν μέσω κορωνοϊού και είπε στα παιδιά του, ως τελευταία επιθυμία, να τον φέρουν και να τον θάψουν στην Ελλάδα. Πώς, όμως; Με τον κορωνοϊό στο φουλ, τα αεροπλάνα στο έδαφος και ένα σωρό περιορισμούς. Τα κατάφεραν, όμως, μετά από ταλαιπωρία ημερών και βασιλικά έξοδα και τον έφεραν! 

Πριν τελειώσει, ο θείος Ανάστασης τον καφέ, έστριψε το επόμενο τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη και άρχισε να ζεύει το άλογο στο κάρο. Βοήθησα κι εγώ, παρ’ ότι πέντε χρόνων, γιατί ο παππούς μου ο Πάνος, το ζέψιμο του αλόγου, ήταν το πρώτο πράγμα που μου είχε μάθει. Αφού φορτώσαμε το βαρύ καλάθι με τα τρόφιμα, γεμίσαμε κι ένα μικρό σταμνί με νερό, για ώρα ανάγκης, από την βρυσούλα που ήταν μπροστά στο σπιτάκι του θείου Αναστάση και της θείας Ασημένιας. 
Αυτό το νερό έρχονταν από δύο χιλιόμετρα μακρυά, από μια μυστηριώδη σπηλιά, από τον Κεσμέτσικο και είχε την φήμη ότι ήταν καλύτερο από το νερό των πηγαδιών και το νερό του δικτύου (ναι, ναι, είχαμε δίκτυο ύδρευσης στο χωριό). 
Στην συνέχεια ανεβήκαμε στο κάρο και πήγαμε στο βενζινάδικο του Μήτσου του Ροΐδη, που ήταν απέναντι, για πετρέλαιο.
Γεμίσαμε τα δύο σαραντάλιτρα βαρελάκια με το κόκκινο υγρό με την βαρειά μυρωδιά και τις μπλε ανταύγειες. Το ένα, μάλιστα, βαρελάκι, επειδή δεν είχε καπάκι το κλείσαμε με μια πατάτα! Το πετρέλαιο αυτό θα έδινε, εμμέσως, ζωή στο διψασμένο βαμβακοχώραφο. Πήραμε τον δρόμο προς τα δυτικά. 
Βγήκαμε από το χωριό, περάσαμε έξω από τα μνήματα, όπου κάναμε τον σταυρό μας και κινηθήκαμε παράλληλα προς την Χαντάκα. 
Ο δρόμος δεν είχε χαλικοστρωθεί και οι οπλές του αλόγου βούλιαζαν στο λεπτό σαν πούδρα χώμα. Αποφύγαμε τον δημόσιο δρόμο, γιατί είχε αυτοκίνητα. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο θείος Ανάστασης δεν ήταν πολύ καλός με τα άλογα. Εκείνη την εποχή συνυπήρχαν στον ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών άλογα και αυτοκίνητα. Τα άλογα είχαν συνηθίσει την παρουσία των αυτοκινήτων και δεν «σκιάζονταν». Το μόνο που τα φόβιζε ήταν οι νάυλον σακούλες, που τότε άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται, όταν τις μετακινούσε ο αέρας. Υπήρχε κίνδυνος να αφηνιάσει το άλογο. Τότε καλύτερα να πηδούσες κάτω από το κάρο, παρά να έκανες τον ήρωα να προσπαθήσεις να το τιθασεύσεις. 
Φτάσαμε, λοιπόν, χωρίς απρόοπτα στις Κόκκινες Πρώτες, εκεί που είναι σήμερα ένα ξενοδοχείο για άστεγα ζευγαράκια. 
Ο θείος μου ο Σταύρος μας είδε ως μάννα εξ ουρανού, όχι τόσο για το φαγητό, όσο για την ευκαιρία που του παρουσιάζονταν να δραπετεύσει, για λίγο, από την μοναχική δουλειά που τον είχαν υποχρεώσει να κάνει. 
Είπε, λοιπόν, πώς ήθελε να πάει, για λίγο στο χωριό να ξυριστεί, γιατί ήταν πάνω από μια βδομάδα που ήταν μόνος στα χωράφια, όλο το 24ωρο. Θα μέναμε, λοιπόν, εμείς, να προσέχουμε το μοτοράκι που πότιζε και αυτός δεν θα αργούσε να γυρίσει. 
Δεχτήκαμε την πρόταση. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα, ήπιαμε κρύο νερό από το βρυσάκι της κεντρόφυγας και είδαμε το κάρο να ξεμακραίνει. 
Ο ήλιος εν τω μεταξύ είχε πέσει, πίσω από το Βέρμιο. Ο θείος Αναστάσης, αφού έστριψε ένα ακόμη λαθραίο, μου λέει: 
- Παιδί μου, θα πάω να φέρω κανένα καρπούζι να φάμε. Εσύ να προσέχεις το μοτοράκι! 
Εγώ, παιδί πέντε χρόνων, θα πρόσεχα το μοτοράκι! Ήταν ένα από τα θρυλικά πετρελαιοκίνητα «Μαλκότση», που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι στον κάμπο (οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσαν Αποστολίδη). Το μηχάνημα αυτό είχε δίπλα του ένα μεγάλο βαρέλι για να ψύχεται και ένα πλατύ λουρί που μετέδιδε την κίνηση στην αντλία (κεντρόφυγα). Μπορούσε να δουλεύει ακατάπαυστα επί δέκα εικοσιτετράωρα! Όταν οι Γερμανοί έτρωγαν βελανίδια, ο Μαλκότσης είχε κατασκευάσει αυτό το θαύμα της μηχανολογίας. Ας είναι καλά, τρόπος του λέγειν, ο γέρο Καραμανλής που του έκλεισε το εργοστάσιο! Κάθε βαλτοχώρι και κάθε ψαροχώρι (χρησιμοποιούσαν τις ίδιες μηχανές σε βάρκες και καΐκια) έπρεπε να του έχει κάνει άγαλμα του Μαλκότση. 
Έφυγε, λοιπόν, ο θείος Αναστάσης να πάει στα εννιάρια (τοποθεσία που αποτελείται από χωράφια εννέα στρεμμάτων το καθένα) να φέρει καρπούζια και έμεινα μόνος. 
Ο ήλιος είχε φύγει και το σκοτάδι της ασέληνης νύχτας έπεσε πυκνό. Σμήνη από κουνούπια μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλι μου. Τι να κάνω; Βρήκα ένα παλιό σακάκι ανάμεσα στα πράγματα, ξάπλωσα στο χώμα ,κουλουριάστηκα και σκεπάστηκα ολόκληρος. Οι παλιοί έλεγαν: δεν θα πηγαίνεις στα χωράφια τον χειμώνα χωρίς ψωμί και το καλοκαίρι χωρίς σακάκι. 
Γλύτωσα, λοιπόν, από τα κουνούπια, αλλά σε λίγο παρουσιάστηκε άλλο πρόβλημα. Τα σκυλιά από το διπλανό χωριό, την Παραλίμνη, γαυγιζαν ασταμάτητα. Βέβαια ο θόρυβος της μηχανής, το χαρακτηριστικό τάκα-τάκα και τα κουάξ των χιλιάδων βατράχων του κάμπου με ενθάρρυναν κάπως, αλλά αν τα σκυλιά πλησίαζαν, τι θα έκανα; Σηκώθηκα τότε, έψαξα στα πράγματα και βρήκα έναν φακό. Ξάπλωσα πάλι στο χώμα, σκεπάστηκα με το σακάκι και άναψα τον φακό, για να μου φεύγει ο φόβος. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Ο θείος μου ο Σταύρος δεν γύριζε, ούτε και ο θείος Αναστάσης. Απ' ότι υπολογίζω σήμερα η απόσταση Πρώτες-εννιάρια, σε ευθεία γραμμή, πρέπει να είναι δυόμισι χιλιόμετρα. Για να αποφύγει, όμως τα κανάλια, που ήταν γεμάτα νερό, πρέπει να έκανε ζικ-ζακ, άρα τουλάχιστον τρεισήμισι χιλιόμετρα. Άλλα τόσα για τον γυρισμό, σύνολο επτά. Άρα δύο ώρες ποδαρόδρομο, δεδομένου ότι ήταν νύχτα και φορτωμένος! 
Απ' ότι φαίνεται με πήρε ο ύπνος με το νανούρισμα της μηχανής, τα κουάξ των βατράχων, τον φακό αναμμένο και τα κουνούπια να καιροφυλακτούν να βρουν λίγο ξεσκέπαστο πόδι να ορμήξουν. 
Κάποτε άκουσα μια φωνή, σαν χαρμόσυνη μελωδία: 
- Παιδί μου ήρθα ! 
Έκοψε ένα καρπουζακι, από εκεινα τα μικρά μαύρα, τα Σουγκαρμπεμπυ. Ήταν ζεστό, αλλά εμένα μου άρεσε. Σε λίγο γύρισε και ο θείος μου ο Σταύρος, ξυρισμένος, ανανεωμένος, να συνεχίσει τον αγώνα. Ανεβήκαμε στο κάρο, για τον γυρισμό. 
Δεν θυμάμαι πως έληξε η καλοκαιρινή μου περιπέτεια, γιατί ξανακοιμήθηκα πάνω στο κάρο. Πρέπει να φτάσαμε κατά τα μεσάνυχτα στο σπίτι. Το πιο πιθανόν οι γονείς μου να μην είχαν ανησυχήσει καθόλου, που το πεντάχρονο παιδί τους έφυγε για μια απογευματινή βόλτα και γύρισε μεσάνυχτα. 
Αλλά χρόνια, τότε… 

Πολύβιος Μοσχόπουλος 




Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

22-24 Φεβρουαρίου 1821 – Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης

Η Διάβαση του Προύθου από τον Υψηλάντη. 
Πίνακας του Peter von Hess

 Του Κώστα Βαϊούλη

Η μεγάλη Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821 δεν προέκυψε ούτε ξαφνικά ούτε τυχαία. Οι θρήνοι για την άλωση της Πόλης, που εκφράζουν όχι μόνο τη θλίψη και την απελπισία αλλά και την πίστη για τη Ελευθερία, ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά και οι προφητείες που προέβλεπαν την ανάσταση του Γένους, αναθέρμαιναν τις ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων. Η ιδέα της εθνικής ενότητας καλλιεργήθηκε με βασικούς συντελεστές την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη θρησκεία και την παράδοση. Κατά την περίοδο της σκλαβιάς από τους Οθωμανούς αναπτύχθηκε ο θεσμός των Κοινοτήτων (η τοπική αυτοδιοίκηση που υπήρξε απαρχή της πολιτικής οργάνωσης) και ο Κλεφταρματολισμός (ο πρώτος πυρήνας της στρατιωτικής δύναμης των Ελλήνων).. Η Επανάσταση δεν γεννήθηκε σε μια στιγμή απροσδόκητης εξέγερσης. Δεν προέκυψε από προσμονή θαύματος. Χρειάσθηκαν πολλά χρόνια προετοιμασίας αλλά και θυσιών για το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Γιατί για να φτάσουμε στο 1821, το Ελληνικό Έθνος έδωσε πολλούς αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και οι πρόγονοί μας πλήρωσαν με βαρύτατο φόρο αίματος τούς ξεσηκωμούς για την Ελευθερία. Από το 1453 έως το 1821 ξέσπασαν 16 Επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα και υπήρξαν 124 τοπικές εξεγέρσεις!
H Ελληνική επανάσταση της Παλιγγενεσίας ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τελείωσε με τη μάχη της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829.
Από τον Μάϊο του 1820, ο εμφύλιος πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ και τον Αλή Πασά, απασχολώντας μεγάλο όγκο δυνάμεων των Οθωμανών, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τους Έλληνες που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Από την άλλη πλευρά είτε εξαιτίας απρόσεκτων κινήσεων της γενικευμένης πια στρατολόγησης μελών στη Φιλική Εταιρεία είτε μέσω προδοτικών ενεργειών, όπως αυτή του προδότη Ασημάκη Θεοδώρου, ο οποίος κατέδωσε στους Τούρκους την δράση των Κωνσταντινουπολιτών Φιλικών. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε έναρξη των επαναστατικών ενεργειών στην περιοχή της Πελοποννήσου. Η διστακτικότητα, όμως, των προεστών σε συνδυασμό με την ελλιπή οργάνωση, καθιστούσαν την παραπάνω σκέψη αδύνατη. Προτιμήθηκε η περιοχή της Μολδοβλαχίας, η οποία θα χρησίμευε περισσότερο ως τόπος οργάνωσης του στρατιωτικού σώματος, που θα κατέφθανε αργότερα στο Μωριά. Άλλωστε, το γεγονός ότι για να εισέλθει οθωμανικός στρατός στην περιοχή έπρεπε πρωτίστως, να λάβει άδεια από τη Ρωσία διευκόλυνε το έργο του Υψηλάντη.
Έτσι φτάνουμε στις 16 Φεβρουαρίου 1821 στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Κισινάου της Μολδαβίας) στο αρχοντικό των Υψηλάντηδων, όταν και λαμβάνεται η οριστική απόφαση για την έναρξη της επανάστασης. Κοινή η απόφαση των αδελφών:
«Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶνἙλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ τὰ θεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα».

Στις 21 Φεβρουαρίου, διεξήχθη η πρώτη μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, περίπου 150 Κεφαλλονιτών ναυτών κυρίως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβιά, στο Γαλάτσι, όπου οι Έλληνες επαναστάτες υπερίσχυσαν και τερμάτισαν την τουρκική κυριαρχία.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, φαναριώτικης καταγωγής, με επιτυχημένη στρατιωτική υπηρεσία και σημαντική πολεμική δράση, ήταν ήδη υποστράτηγος του ρωσικού στρατού και έχαιρε της εκτίμησης και εμπιστοσύνης του Τσάρου. εισέρχεται στο Ιάσιο, καθώς περνά τον ποταμό Προύθο και υψώνει τη σημαία της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά από δυο μέρες, στις 24 Φεβρουαρίου, εξέδωσε προκήρυξη με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Η προκήρυξη άρχιζε : «Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! « και κατέληγε : «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!» Αυτοί που τον ακολούθησαν ήταν οι ο Ι. Φαρμάκης από την Βλάστη Κοζάνης και ο Γ. Ολύμπιος από το Λιβάδι Ολύμπου, Σάββας Καμινάρης και ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Οι δύο τελευταίοι δυστυχώς σύντομα θα τον πρόδιδαν ενώ οι δύο πρώτοι, ο Ι. Φαρμάκης και ο Γ. Ολύμπιος , έμειναν μέχρι τέλους πιστοί, θυσιάζοντας τη ζωή τους. Μαζί και ο Γεώργιος Λασσάνης , χιλίαρχος του Ιερού Λόχου, υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη και πιστός σύντροφός του στις μάχες, στη φυλακή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του το 1828.

«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχον καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν, κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον…» (Ηλία Φωτεινού, Οι Άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως, Λειψία 1846).

Ο Υψηλάντης επέλεξε να δώσει την πρώτη μάχη, στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ήταν εγκατεστημένη ισχυρή τουρκική φρουρά. Μετά από μία δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος φτάνει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου στρατοπεδεύει.

Η μάχη στο Δραγατσάνι

Οι άντρες του Ιερού Λόχου, με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν πραγματικά μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία του Γένους. Όμως μέσα από λάθη, αλλά και κάποιες προδοτικές ενέργειες εκείνης της επιχειρήσεως, υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Είκοσι πέντε αξιωματικοί και 180 Ιερολοχίτες σκοτώθηκαν, ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν. Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο σημαντικότερος στρατιωτικός ηγήτορας του στρατεύματος του Υψηλάντη, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και τον αρχηγό τους Νικόλαο Υψηλάντη και τον υπασπιστή του Ιερού Λόχου Αθανάσιο Τσακάλωφ. Διέσωσε επίσης τη σημαία του Λόχου από το σημείο όπου είχε πέσει ο σημαιοφόρος.

(Παλιός αρματολός στον Όλυμπο ο Γιωργάκης, είχε βοηθήσει τους Σέρβους στην επανάστασή τους του 1799, είχε πολεμήσει τους Τούρκους το 1805 στο πλευρό των Ρώσων – οι οποίοι του απένειμαν τον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά την αποχώρηση του Υψηλάντη συναντά τον Φαρμάκη και μαζί δημιουργούν δύναμη 800 ιππέων, με στόχο δια μέσου Μολδαβίας και Βεσσαραβίας να κατέλθουν στην Ελλάδα. Από τις ταλαιπωρίες και τη θλίψη αρρωσταίνει, οι πιστοί του στρατιώτες τον μεταφέρουν σε φορείο. Συνέρχεται από την αρρώστια του και καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, συνεχίζει την πορεία του ανάμεσα στις απόκρημνες πλαγιές και τα βουνά της Βεσσαραβίας. Με τους 350 άνδρες που του απέμειναν, κλείνεται στην οχυρή Μονή Σέκου στη Μολδαβία και στις 5 Σεπτεμβρίου 1821 δίνει την πρώτη μάχη με τους Τούρκους και τους προκαλεί μεγάλες απώλειες. Την 8η Σεπτεμβρίου 1821 δύναμη 4000 Τούρκων επιτίθεται κατά της Μονής. Η μάχη διαρκεί 12 ημέρες, χωρίς οι Τούρκοι να μπορούν να επιτύχουν την κατάληψη της Μονής. Τα πυρομαχικά όμως και τα τρόφιμα εξαντλούνται. Ο Σαλήχ Πασάς επιχειρεί να δελεάσει τον Ολύμπιο, για να παραδοθεί, αλλά ο ήρωας απορρίπτει με περιφρόνηση τις προτάσεις του και στους συντρόφους του λέει: «εγώ θα μείνω εδώ και καώ, αν θέλετε εσείς βγείτε, σας ανοίγω ο ίδιος την πόρτα». Αλλά κανείς δεν δέχθηκε να φύγει. Την 22α Σεπτεμβρίου πλήθος Τούρκων όρμησαν στον περίβολο της Μονής. Τα πυρομαχικά εξαντλήθηκαν και απέμειναν στο κωδωνοστάσιο μερικά μόνον βαρέλια πυρίτιδας. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος έκανε το σημείο του σταυρού και έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και πολλούς Τούρκους. Έτσι χάθηκε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ωραίος, συνεπής, ακαταμάχητος. Ο «ενδοξότερος, πολέμαρχος, ο τιμιότερος άνδρας»).

Η έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν ολέθρια για την ελληνική πλευρά, ωστόσο οι συνέπειές της αξιολογούνται θετικά, καθώς χάρις σε αυτήν κινητοποιήθηκε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπήρξε διεθνής συγκίνηση για τη θυσία των ανδρών του Ιερού Λόχου και ευνοήθηκε σε έναν βαθμό η εξέγερση στην υπόλοιπη χώρα. Η γεωγραφική θέση αποτελούσε στρατηγικό μειονέκτημα που δεν ευνοούσε τις προσπάθειές των επαναστατημένων. Επιπλέον, δεν τις ευνοούσε η εγγύτητα σε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις ενώ ήταν δυσχερής έως αδύνατη η υποστήριξη του αγώνα από άλλες περιοχές ή από θαλάσσης. Έτσι κατεπνίγη σύντομα.
Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα στην Μακεδονία, όπου μετά την αποτυχία της Επανάστασης εκεί, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, του Βερμίου, της Χαλκιδικής και των άλλων περιοχών, αποφάσισαν τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα στη νοτίως του Ολύμπου Ελλάδα, στο πλευρό των αδελφών τους της Ηπείρου, της Ρούμελης, του Μωριά και των νησιών.
Οι άνθρωποι αυτοί, άφησαν τα ίχνη τους στην ιστορία. Εμείς οι νεότερες γενιές, οφείλουμε να διατηρήσουμε την ιστορική τους μνήμη, όπου μέσα από εκεί θα αντλούμε δύναμη και προοπτική αγώνα. Ας κλείσουμε με μερικούς στίχους από το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου «Εις τον Ιερόν Λόχον»:

Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μή σκορπίση
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον.
Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα μιμήσατε,
λόχον Ηρώων.

Σημειώσεις:
α. Στο στρατιωτικό οργανισμό που συνέταξε ο Νικόλαος Υψηλάντης στις παραγράφους ΙΑ και ΙΒ η σχετική οδηγία για τη σημαία αναφέρει:
«Η Ελληνική σημαία τόσο εις τα της ξηράς στρατεύματα όσο και εις τα της θαλάσσης πρέπει να είναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων: άσπρο, μαύρο και κόκκινο. Το άσπρο σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων, το μαύρο το υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών και το κόκκινο την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού και την χαράν αυτού διότι πολεμεί δια την ανάστασιν της Πατρίδος»
Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και υπήρχε στο κέντρο η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννώμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν: ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ.


β. Όρκος Ιερού Λόχου
Στην Φωξάνη της Ρουμανίας, οι σπουδαστές που δεν είχαν καμιά στρατιωτική εμπειρία άρχισαν να γυμνάζονται και να εκπαιδεύονται στην χρήση των όπλων και της λόγχης. Η ορκωμοσία τους έγινε στο ναό της πόλης: «Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδος να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου. Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου. Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας.
Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν. Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου.Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων. Να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν. Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν.
Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της.
Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν. Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».


γ. Στο κοιμητήριο του Δραγατσανίου στη Ρουμανία υπάρχει το Μνημείο των Πεσόντων Ιερολοχιτών το οποίο ανεγέρθη στα 1884 με την πρωτοβουλία της συντακτικής επιτροπής της Ελληνικής εφημερίδας του Βουκουρεστίου «Σύλλογοι». Το μνημείο φιλοτέχνησαν από πεντελικό μάρμαρο οι Τήνιοι καλλιτέχνες Χαλεπάς και Λαμπαδίτης. Έχει ύψος συνολικά επτά μέτρων. Στην κύρια όψη του στηλοβάτη του υψώνεται μονόλιθος 5 μέτρων με ανάγλυφο σταυρό επί της ημισελήνου και από κάτω το σήμα των ιερολοχιτών. Στο κέντρο του στηλοβάτη εν μέσω δάφνινου στεφανιού αναγράφεται με χρυσά γράμματα: ΔΙΑΒΑΤΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΟΤΙ ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΟΙ/.

Μία ακόμη στήλη εις μνήμην των ιερολοχιτών, έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη ο οποίος υπήρξε Ιερολοχίτης, έστησε ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος εις μνήμην του αδελφού του Δημητρίου, του ηρωικού εκατόνταρχου του Ιερού Λόχου στα1845 αρχικά, ΒΔ του Πανεπιστημίου. Από τα 1885 η στήλη μεταφέρθηκε δίπλα στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως κοντά στο μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Μνημείο Ιερού Λόχου 1821, Πεδίον του Άρεως. 
Σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1843),  ο οποίος υπήρξε Ιερολοχίτης
δ. Ο Ιερός Λόχος του 1821 μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του Θηβαϊκού Ιερού Λόχου του 4ου π.Χ. αιώνα που καταλύθηκε μαχόμενος ηρωικά στη μάχη της Χαιρώνειας από το ορμητικό Μακεδονικό ιππικό του Μ. Αλεξάνδρου. Το παράδειγμα του Θηβαϊκού Ιερού Λόχου, με την άρτια εκπαίδευσή τους, την αριστοκρατική καταγωγή και κυρίως την αυτοθυσία που επέδειξαν στη μάχη της Χαιρώνειας έκανε το στρατιωτικό αυτό σώμα πρότυπο αρετής και αυταπάρνησης. Ενσωμάτωσε όλα τα πολεμικά ιδεώδη (ανδρεία, φιλοπατρία, συναδέλφωση) και μάλιστα στο πρόσωπο νέων ανδρών, στο άνθος της ηλικίας τους. Τόσο οι ποιητικές περιγραφές του Πλουτάρχου όσο και ο καταλυτικός τους ρόλος στη μάχη των Λεύκτρων, έκαναν αρκετούς σε κατοπινές εποχές να τους μιμηθούν, ιδρύοντας αντίστοιχους «ιερούς λόχους» σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι εκπλήρωσε το πεπρωμένο του με τον ίδιο ηρωικό τρόπο των προγόνων τους στη Χαιρώνεια. 

Το 1878 συγκροτήθηκε Ιερός Λόχος από φοιτητές και έλαβε μέρος σε μάχες στην Θεσσαλία: στον Πλάτανο, στα Φάρσαλα και στον Δομοκό. Τον Σεπτέμβριο του 1912 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση στην Κρήτη, μία ημέρα μετά την κήρυξή της στην Ελλάδα. Χιλιάδες έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές. Μεταξύ αυτών πολλοί φοιτητές, αλλά και τελειόφοιτοι μαθητές του Γυμνασίου. Οι Κρήτες φοιτητές έδωσαν στο λόχο τους την επωνυμία «Ιερός Λόχος Φοιτητών Κρητών – Δραγατσάνιον», ο οποίος ως έμβλημά του είχε μια νεκροκεφαλή με δύο μηριαία οστά χιαστί, σημεία της αυτοθυσίας που έπρεπε να δείχνουν κατά τη διάρκεια των μαχών. Ο Λόχος τους αριθμούσε 240 στρατιώτες και 27 βαθμοφόρους. Ο Ιερός Λόχος των Κρητών έλαβε μέρος στο μέτωπο της Ηπείρου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και αργότερα, κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Ο επόμενος Ιερός Λόχος ήταν ελληνική στρατιωτική «μονάδα ειδικών δυνάμεων», που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1942 στη Μέση Ανατολή και αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Έλληνες αξιωματικούς και των τριών όπλων, της τότε Βασιλικής Χωροφυλακής και από μαθητές της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, κάτω από την εντολή του συνταγματάρχη Τσιγάντε. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαχρονική ιδέα του Ιερού Λόχου και η φλόγα της προσφοράς που εκφράζει, δεν έπαψε να υπάρχει και συντηρείται. Την διατηρεί σήμερα αναμμένη ένας επίλεκτος σχηματισμός, επιπέδου ταξιαρχίας, του Ελληνικού Στρατού. Είναι η 13η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων η οποία φέρει την ονομασία «Ιερός Λόχος», αντλώντας δύναμη από το παράδειγμα των προγενεστέρων Ιερολοχιτών. Εκεί φυλάσσεται και η σημαία του τελευταίου Ιερού Λόχου.
ε. Η καταστροφή του Ιερού Λόχου
«Έτσι χάθηκε μέσα σε λίγη ώρα μία από τις γλυκύτερες ελπίδες της Ελλάδας, ο Ιερός Λόχος. Αλλά, έστω και αν νικήθηκε, αφού εγκαταλείφθηκε μόνος και τόσο ολιγάριθμος απέναντι σε υπεράριθμο εχθρό, επιβεβαίωσε, υπό την ηγεσία πατριώτη και γενναιόψυχου αρχηγού, του Νικολάου Υψηλάντη, τι μπορεί να κατορθώσει το πατριωτικό αίσθημα, η στρατιωτική τάξη και η αγάπη προς κάθε τι το ευγενές νέων καλής ανατροφής, έστω κι αν αυτοί μόλις είχαν επιστρατευθεί και μόλις είχαν διδαχθεί τη χρήση της λόγχης. Ως τέτοιος ο νέος Ιερός Λόχος αναδείχθηκε αντάξιος της τιμής του αρχαίου και όπως εκείνος γράφτηκε στην αρχαία ελληνική ιστορία, έτσι και αυτός γράφτηκε στη νέα, γενόμενος σε μικρογραφία το πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Ευτυχισμένες οι ψυχές των ιερολοχιτών! Με όση προθυμία και τιμή προσήλθατε σφάγια ιερά υπέρ της πατρίδας, με τόση χάρη να δεχθείτε από τις ουράνιες δυνάμεις την τιμή εκείνη, την οποία ως οφειλή προσφέρει στο όνομα και τη μνήμη σας το σύνολο των γνήσιων βλαστών της Ελλάδας».
Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1859, σ. 183.

στ. Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. 
Μετά την απελευθέρωσή του, αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας στις 19/31 Ιανουαρίου, 1828. Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου της Βιέννης και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα στo Rappoltenkirchen (δυτικά της Βιέννης) από μέλη της οικογένειάς του στις 18 Φεβρουαρίου του 1903. H τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγ. Γεώργιο Βιέννης αρχικά. Το 1843 ο αδελφός του Γεώργιος Υψηλάντης την έστειλε στη μητρόπολη της Αθήνας (που τότε ήταν η Αγ. Ειρήνη Αιόλου). Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του Μαρία Μουρούζη μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στον ναό των Παμμ. Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 & Λυκείου) στην Αθήνα. Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή «καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου».
H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη Ypsilanti, η οποία βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο. Επίσης, πόλεις στις πολιτείες της Βόρειας Ντακότα και της Γεωργίας φέρουν το όνομα του.
ζ. Όταν ρωτήθηκε η μητέρα των Υψηλάντηδων αν θα ήθελε να προσφέρει στην ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα απάντησε: «Θα λυπηθώ τα κτήματά μου όταν διαθέτω στον αγώνα τα τέσσερα παιδιά μου, τις ζωές τους στην υπηρεσία της Επανάστασης;».

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ο Ιερός Λόχος και η εν Δραγατσανίω μάχη. Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, Πανεπιστημιακή Επιθεώρησις 1919

Αλέξανδρος Υψηλάντης- Η αιχμαλωσία του εις την Αυστρίαν 1821-1828, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Εκδ.Παπαζήση, 1969

Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, Μαρία Ε. Σκιαδαρέση, Εκδόσεις Πατάκη 2009

Μάχου υπέρ Πίστεως και πατρίδος, Αλεξ. Υψήλάντης, εκδόσεις Αιγαίον Λευκωσία 2010
1821 Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε, Αθηνά Κακούρη εκδόσεις Πατάκη 2017

Η επιστροφή. Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα 1822/1823, Γεώργιος Γκέκος, εκδόσεις Καπόν 2019

Αλέξανδρος Υψηλάντης: Ο τελευταίος πρίγκιπας, Πέτρος Κασιμάτης, εκδόσεις Λιβάνη 2020

*Ο κ. Κώστας Βαϊούλης είναι καθηγητής – ιστορικός ερευνητής

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΤΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ (Χρονογράφημα)


 

Το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου, κάπου εκεί σε μια διασταύρωση έξω από το χωριό, το επισκέπτονταν πολύ ταχτικά οι χωριανοί μας. Θέλεις από μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια, θέλεις από έθιμο ή κάθε φορά που στο σπίτι τους είχαν αρρώστια, δεν ξεχνούσαν να περάσουν τουλάχιστον μια και δύο φορές την εβδομάδα απ’ τη Χάρη του. 
Αλλά και έτσι. Μονάχα για να ανάψουν ένα κεράκι στην Αγιοσύνη του και ύστερα αν τύχαινε, όλο και κάποιον άλλον κρυφό καημό τους να του πούνε, ψιθυριστά ή φωναχτά και να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει! 
Ιδιαίτερα οι επισκέψεις γίνονταν συχνότερες στον τόπο, βαθιά μέσα στο χειμώνα και κοντά στη Γιορτή του, όταν το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα και ο αέρας, κρύος και δυνατός, φύσαγε τόσο λυσσασμένα που ξερίζωνε ακόμα και δέντρα. 
Άσπρο, κάτασπρο σαν το γάλα το εκκλησάκι κάτω από τα πολύχρονα μεγάλα πλατάνια, στεκόταν εκεί στην άκρη του δρόμου, ποιος ξέρει πόσα χρόνια και εκτός από ταπεινό προσκυνητάρι, έδειχνε σιωπηλά και το δρόμο σε όποιον ξένο περαστικό δεν τον ήξερε και ήθελε να πάει σ’ ένα από τα δυο χωριά που ήταν πάνω από το δικό μας: Την Αγάθη ή Το Γαρέφι. 
Ακόμα, φιλόξενο και στοργικό δεν παρέλειπε ποτέ του να προσφέρει στον κουρασμένο διαβάτη και μια πέτρα για να ξαποστάσει, αλλά και να πάρει να πιει λίγο νερό με τις χούφτες του από μια πηγή που ήταν ακριβώς από πίσω του, χωμένη ίσως για μεγαλύτερη δροσιά τα καλοκαίρια, μέσα σε καταπράσινες πατλιές και βατσινιές. 
Και όλα αυτά με μόνο αντάλλαγμα, ο κάθε άνθρωπος που πέρναγε από εκεί και πλάστηκε να είναι πάντοτε ένας αδιάκοπος υπηρέτης των πολλών απολαβών της ευσπλαχνίας του Θεού, να κάνει την προσευχή του και να ανάψει με τη φωτιά που είχε απάνω του και με τον «πόνο» της ψυχής του, το ένα και μοναδικό καντηλάκι του, αν θα το έβρισκε σβησμένο… 
Μια λοιπόν από εκείνες τις παγωμένες νύχτες, λίγες μέρες προτού το χωριό να γιορτάσει το όνομα του Αγίου, σ’ ένα από τα σπίτια του χωριού κάτω στον τούρκικο μαχαλά, μια οικογένεια όλα τα βράδια εδώ και καιρό δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί. 
Το μονάκριβο παιδί της, αυτό που πάντοτε έλεγε ο πατέρας του, ότι το έδωσε σ’ αυτόν «χρυσό» δώρο ο Αλλάχ, μάλιστα σε μεγάλη ηλικία για να το έχει στη ζωή και να το καμαρώνει με τη γυναίκα του, δεν ήτανε καλά. 
Αρκετές μέρες τώρα το «έτρωγε» ο πυρετός και το άμοιρο από το μεγάλο του το «ζόρι», παραμιλούσε στον ύπνο ακόμα και στον ξύπνιο του. Μαζί με τ’ άλλα, όλο του το κορμάκι γέμισε και με κόκκινα σπυράκια, που όταν έσπαζαν λέρωναν με αίματα το άσπρο σεντόνι και την κουβέρτα που το σκέπαζαν. Το καημένο το παιδί, τα βράδια και όλες τις ώρες που κοιμότανε, βογκούσε σαν να ήταν τραυματισμένο αγρίμι και τις ώρες που ήταν ξύπνιο μετά απ’ το βαθύ το λήθαργο που έπεφτε, έκλαιγε ασταμάτητα και ζητούσε βοήθεια για λίγη γιατρειά από τους γονείς του. 
Βέβαια και αυτοί δεν το άφησαν έτσι. Βαθειά πληγωμένοι από την ξαφνική αρρώστια του παιδιού τους, από τις πρώτες κιόλας μέρες, τρέξανε και το πήγανε σ’ ένα δικό τους γιατρό στην Αρδέα για να το δει και να το εξετάσει. Και εκείνος ένα πρωί, αφού το είδε και το ξαναείδε και αφού έβγαλε και έβαλε αμήχανα πολλές φορές το φέσι του στο κεφάλι και κοίταξε άλλες τόσες φορές έξω απ’ το παράθυρο στην αυλή του γιατρείου του, τελευταία, πέφτοντας σε έντονη περισυλλογή, τους είπε να μην φοβούνται. 
«Είναι θέλημα του Αλλάχ να υποφέρει το παιδί σας», τους είπε με έναν μακρύ αναστεναγμό. «Μαζί να υποφέρετε και εσείς. Αλλά να ξέρετε, ο ίδιος ο Αλλάχ όταν έρθει η ώρα θα το γιατρέψει...» 
Έτσι στο τέλος, πριν φύγουνε από το κονάκι του, ο «ντόκτορ» όπως τον λέγανε, εκτός από κουράγιο και συμβουλές, τους έδωσε και μερικά μαντζούνια για να τα τρώει το παιδί. 
Από πίσω στην έξοδο, «κόλλησε» και μερικές αλοιφές, όλες φτιαγμένες με βουνίσια βότανα για να τις αλείβουνε στα σπυράκια του και χωρίς να τους πει ποια ήταν η αρρώστια, τους έστειλε στο σπίτι τους με την ευχή του. 
Το παιδί όμως δεν είχε βελτίωση. Αντίθετα μάλιστα. Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε όλο και περισσότερο! Τρομοκρατημένοι οι γονείς, πήρανε την απόφαση να το πάνε και στον Ιμάμη της περιοχής. Σκέφτηκαν πως αν και αυτός διάβαζε καμιά απ’ αυτές τις ευχές για τις ασθένειες, ίσως ο Αλλάχ να άκουγε τις προσευχές τους και το παιδί τους να καλυτέρευε. 
Έτσι και έγινε. Ένα πρωί με το παιδί φορτωμένο πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου τους και οι ίδιοι να πηγαίνουν με τα πόδια, τράβηξαν πάλι για την Αρδέα. Πήγανε «κατ’ ευθείαν» στο τζαμί της πόλης. Φτάσανε την ώρα που ο Μουεζίνης τέλειωνε από τον μιναρέ το κάλεσμά του προς τους πιστούς για προσευχή. 
Έκπληκτος αυτός με βραχνή τη φωνή από την ένταση του καλέσματος και το αφόρητο κρύο εκεί ψηλά, όταν είδε την οικογένεια, ρώτησε αμέσως για την επίσκεψη. Σαν άκουσε πως γύρευαν τον Ιμάμη τους οδήγησε στο σπίτι του που δεν ήταν μακριά απ’ το τζαμί. 
Ο Ιμάμης, πάντοτε ευγενικός και καλόκαρδος, όπως άλλωστε θα έπρεπε να είναι σαν ένας καθοδηγητής της πίστης, δέχτηκε τους ξένους στο σπίτι του με μεγάλη ευχαρίστηση και με ένα ατέλειωτο χαμόγελο στα χείλη. Άνοιξε την πόρτα του και τους έβαλε να καθίσουν κοντά στη σόμπα, που εκείνη την ώρα μπουμπούνιζε και ήταν κατακόκκινη απ’ τα ξύλα που έκαιγε. Τους πρόσφερε μάλιστα και τσάι για να ζεσταθούνε γρηγορότερα. 
Αλλά όμως ο ιερωμένος, μόλις είδε το παιδί έτσι όπως ήταν στο μαύρο του το χάλι, το πρόσωπό του άλλαξε. Φάνηκε να ταράχτηκε. Αργότερα βέβαια για να μην τρομάξει και τους γονείς του, προσπάθησε να φανεί πάλι ήρεμος και γελαστός, λέγοντας με σιγουριά, ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα και πως όλα θα τέλειωναν καλά πολύ γρήγορα. Στην ουσία όμως, έκλαιγε από μέσα του για την τύχη του παιδιού και για την τύχη των γονιών του! 
Ωστόσο, από το ξύλινο ράφι του φρεσκοβαμμένου τοίχου του δωματίου του, πήρε ένα πράσινο χοντρό βιβλίο, το ξεσκόνισε μ’ ένα κουρέλι και μετά, αφού στάθηκε πάνω από το παιδί, που ήταν «κρεμασμένο» απ’ το λαιμό του πατέρα του μέσα στην αγκαλιά του, άνοιξε τις σελίδες και άρχισε για πολλή ώρα να διαβάζει ψιθυριστά μερικά κομμάτια από το Κοράνι. 
Στο τέλος, με όση δύναμη του απόμεινε από τη μεγάλη ταραχή που πήρε εξ αιτίας του «κακού» που έβλεπαν σήμερα τα μάτια του, ξεπροβόδισε τους επισκέπτες του μέχρι το δρόμο, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές το όνομα του Αλλάχ να τους δώσει, τι άλλο; Κουράγιο! 
Δυστυχώς όμως και πάλι το παιδί, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο! 
Τώρα πια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει ούτε το χεράκι του, ούτε να πιει λίγο νερό για να δροσιστεί από τη «θερμασιά» που το έκαιγε. Ακόμα το δύσμοιρο δεν μπορούσε να βγάλει και φωνή στο κλάμα του. Τόσο άρρωστο ήταν! 
Ξημέρωσε και η Κυριακή! Ήταν η μέρα που γιόρταζε ο Άγιος Χαράλαμπος και το παρεκκλήσι του έξω απ’ το χωριό. Μαζί με τη γιορτή, ήρθε και το καινούργιο χιόνι. Έπεσε παντού και έκλεισε τους δρόμους και τα σοκάκια που περπάταγαν οι χωριανοί. Δύσκολο το βάδισμα βέβαια να πας εδώ και εκεί μέσα στο χωριό. Με το χτύπημα όμως της καμπάνας το πρωί για τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία της Ανάληψης, οι περισσότεροι χωριανοί ήταν παρόντες, αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες! 
Και ο παπά-Γιώτας, αφού στο τέλος του Ιερού Μυστηρίου μετάλαβε τους πιστούς και σήμερα είπε λίγο πιο γρήγορα το «Δι’ ευχών», προέτρεψε το εκκλησίασμα να πάνε όπως είναι, όλοι μαζί και στον Άγιο Χαράλαμπο για να κάνουν και εκεί, όπως κάθε χρόνο, δοξολογία και να πάρουν την ευλογία του μεγάλου Αγίου. 
«Χωριανοί», τους φώναξε με αποφασιστική φωνή. «Ο Θεός δεν μας θέλει μόνο στα εύκολα. Μας θέλει και στα δύσκολα. Έξω υπάρχει πολύ χιόνι. Όμως εμείς θα πάμε στον Άγιο και στο φτωχικό του εκεί το εκκλησάκι. Θα πάμε, ακόμα και αν το χιόνι έρχεται μέχρι το λαιμό μας..!» 
Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση, έστω και ένας χωριανός να μην ήθελε να πάει εκεί για να προσευχηθεί. Όλοι σήμερα ήθελαν να βρίσκονται κοντά στον Μάρτυρα. Για να ανάψουν ένα μικρό κεράκι στην καλοσύνη του και να τον ευχαριστήσουν από τα βάθη της ψυχής τους, μια και πολλά, πάρα πολλά χρόνια τώρα, κρατάει το χωριό τους μακριά από κάθε λογής αρρώστιες, που ταλαιπωρούνε τους ανθρώπους στον κόσμο. 
Χωρίς άλλες σκέψεις και δικαιολογίες λοιπόν, μπροστά ο παπάς και πίσω οι χωριανοί, όλοι τους κυριολεκτικά χωμένοι μέσα στα χιόνια, ξεκίνησαν και φέτος με το καλό να πάνε, από την μεγάλη την εκκλησία την Ανάληψη που ήταν, στο παρεκκλήσι του Αγίου που αγαπούσαν. 
Τάμα και έθιμο μαζί αλλά και εμπιστοσύνη στον Θεό και στον Άγιο Του! 
Και δεν άργησαν να φτάσουν. Ήδη κάποιοι που πήγαν πρωτύτερα, τράβηξαν με τα φτυάρια τα χιόνια που έπεσαν γύρω από το εκκλησάκι και άναψαν το πενιχρό καντηλάκι του. Ακόμα με τα παγωμένα χέρια τους, καθάρισαν και την καπνισμένη απ’ τη φλόγα του καντηλιού εικόνα του Αγίου, που τον απεικόνιζε υπέργηρο και με τη μακριά γενειάδα του αλλά και με το Ευαγγέλιο στην αγκαλιά του να ευλογεί τον κόσμο. 
Κάτω στο χώμα επίσης, έκαναν μέρος για να ανάψουν οι χωριανοί τα κεριά τους και ακριβώς μπροστά στην πρόσοψη, έβαλαν και ένα παλιό ξύλινο τραπεζάκι για να ακουμπήσει σαν έρθει ο παπάς, το Σταυρό και το νερό που θα άγιαζε με τον ξερό βασιλικό μέσα του. 
Αυτά τα λίγα και απλά πράγματα θέλει να έχει σήμερα στη Γιορτή του ο Άγιος, για να πρεσβεύει τους χωριανούς στον Θεό! 
Πραγματικά μόλις έφτασε και ο τελευταίος από τους θεοσεβούμενους χωριανούς και όλο το πλήθος μαζεύτηκε γύρω από τον παπά, ο καλός γέροντας άρχισε να ψάλλει το «Ευλογητός ο Θεός…» και να κάνει το σταυρό του, θυμιατίζοντας τον κόσμο. Αμέσως τον ακολούθησαν όλοι και αυτοί σταυροκοπούμενοι αλλά και υποκλινόμενοι στην εικόνα του Αγίου, ψελλίζοντας μάλιστα νοερά από μέσα τους προσευχές και ευχαριστίες στην Αγιοσύνη του. 
Τις ευλαβικές αυτές ώρες και στιγμές στον χώρο, δεν ακούγεται τίποτα πιο δυνατά από τις ψαλμωδίες που βγαίνουν από τα χείλη του παπά και των ψαλτών του. Ύμνοι που σε ανεβάζουν στον ουρανό ψηλά και σε κάνουν να πετάς, ανάλαφρος, μακριά από τις έγνοιες και τις αμαρτίες της ζωής. Και που εδώ, μέσα σ’ αυτήν την παγωμένη από τα χιόνια ατμόσφαιρα, η ψυχή σου ζεσταίνεται με την ατέλειωτη πίστη που έχεις και την ελπίδα προς τον Θεό σου. 
Αποκορύφωμα δε, όλου αυτού του δέους και της κατάνυξης προς το Θείον, είναι η στιγμή που ψάλλεται, πάντοτε κατά το βυζαντινό πρότυπο και το Απολυτίκιο του Αγίου: «Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού… εδείχθης Χαράλαμπε…» 
Παρ’ όλα αυτά όμως, το ανεπανάληπτο αυτό συναίσθημα της βαθιάς συγκίνησης εκείνου του πρωινού και της ψυχικής ανάτασης των πιστών χωριανών προς τον Ύψιστο, ήρθε να διακόψει από τη στροφή του δρόμου μια αντρική φωνή. Στα αυτιά όλων έφτασε, όχι σαν μια ήρεμη φωνή και συνηθισμένη. Ακούστηκε σαν μια κραυγή απόγνωσης, αγωνίας και σπαραγμού. 
Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν προς τα εκεί τα κεφάλια τους. Και τότε είδαν να έρχονται προς το μέρος τους δύο άτομα. Βάδιζαν με δυσκολία αλλά και με προσοχή μην πέσουν πάνω το χιόνι. Ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ποιοι ήταν! 
Ήταν μια γνωστή οικογένεια Τούρκων από το διπλανό μαχαλά στο άλλο μισό του χωριού, όπου έμεναν μαζί με πολλές άλλες τέτοιες οικογένειες. Καλοί άνθρωποι όλοι και ήσυχοι. Κοίταγαν τη δουλειά τους και δεν είχαν ποτέ προβλήματα με τους άλλους τους συγχωριανούς τους Χριστιανούς. 
Η διαφορά! Αυτοί πήγαιναν για να προσευχηθούν στο τζαμί τους, που ήταν στη μέση της πλατείας, κάτω απ’ τα χοντρά πλατάνια και οι χριστιανοί στην Εκκλησία τους την Ανάληψη, στο πάνω μέρος του χωριού. 
Άλλες οικογένειες «Χριστό» και άλλες «Αλλάχ». Έτσι τραβούσε τότε στην περιοχή η ζωή την ανηφόρα της! 
Καθώς όλο και πλησίαζαν προς τους συγκεντρωμένους, ο άνδρας φαινόταν να κρατάει στην αγκαλιά του ένα παιδί. Το βάσταγε μέσα σ’ αυτή όρθιο και το έχει τυλιγμένο μέσα σε κουβέρτες γα να μην κρυώνει. Μόνο το κεφάλι του φαινόταν να βγαίνει λίγο έξω από αυτές και να ακουμπάει ελαφρά στον έναν από τους ώμους του. Τώρα με τη γυναίκα του περπατούν ακόμα πιο αργά, σχεδόν σέρνουν τα βήματά τους πάνω στα χιόνια, ενώ όσο φτάνουν κοντύτερα, όλοι βλέπουν το πρόσωπο του άνδρα να είναι καταρρακωμένο και από τα μάτια να τρέχουν δάκρυα, που τα σκουπίζει κάθε τόσο με την παλάμη του. 
Στην ίδια κατάσταση βέβαια και η γυναίκα του. Και η ίδια δεν μπορεί να μαζέψει μέσα στο μάλλινο τσεμπέρι της το κλάμα και τα αναφιλητά της. Ακούονται τόσο έντονα και κάνουν όλους να ριγήσουν από συγκίνηση. 
Πρώτος σαν τους είδε να έρχονται έτσι, τους μίλησε ο παπά-Γιώτας. Ο σεβαστός ιερέας μόλις είχε τελειώσει τον αγιασμό και με τη δεξιά του ράντιζε τώρα τους πιστούς στα μέτωπα, που πέρναγαν όλοι ο ένας μετά τον άλλον για να φιλήσουν την εικόνα του Μεγαλομάρτυρα. 
-Ε! Αλή, του φώναξε. Τι έπαθες και ήρθες έτσι μέχρι εδώ με τη γυναίκα και το παιδί σου. Μάλιστα με τέτοιο κακό καιρό! 
Χωρίς να πλησιάσει άλλο ο Αλή, κάπως από μακριά με τρεμάμενη φωνή του απάντησε: 
-Να με συγχωρέσει ο Θεός σας παπά μου και όλοι σας. Αλλά το «τζιέριμ», το παιδί μου δεν είναι καλά. Έχει δυο βδομάδες άρρωστο. Ούτε τρώει, ούτε και πίνει νερό. Θα το χάσω. Το πήγα παντού, σε ντοκτοράδες και ιμάμηδες αλλά ακόμα δεν γιατρεύτηκε. Ήρθα μήπως με βοηθήσεις εσύ. 
Και συμπλήρωσε: « Έχω μεγάλο ντέρτι!» 
Ο δύστυχος πατέρας, μόλις που πρόλαβε να πει την τελευταία του λέξη και τον έπιασαν πάλι τα κλάματα. Οι χωριανοί, ακούγοντας και αυτοί τα πικραμένα λόγια του, ένοιωσαν τώρα να παγώνουν περισσότερο απ’ αυτά και λιγότερο απ’ το χιόνι, που ήταν στοιβαγμένο γύρω τους και έκανε τα χνώτα τους να γίνονται κρύσταλλα στη μύτη και το στόμα. 
Δεν είχε σημασία που αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν χριστιανός και που χτες το απόγευμα, όλοι τον είδαν να μπαίνει στο τζαμί για να προσευχηθεί. Το πιο συγκλονιστικό είναι που σήμερα, τον βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους να ζητάει τη βοήθεια από ένα χριστιανό ιερωμένο. 
Τα έχασε και ο παπάς απ’ αυτά που έβλεπε και άκουγε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Στην αρχή σκέφτηκε να του πει, πως αυτός σαν παπάς είναι αδύνατο να του δώσει οποιαδήποτε βοήθεια, γιατί του λόγου του δεν είναι βαφτισμένος χριστιανός, ούτε αυτός, ούτε και το παιδί του. Τί προσευχή να κάνει προς τον Θεό και Κύριο! 
Από την άλλη όμως, πώς θα έπρεπε να φερθεί; Να διώξει από μέσα του τον «Ελεήμονα Θεό», Αυτόν που τόσα χρόνια διακονεί στο χωριό και με μια λέξη, σκληρός σαν την πέτρα να πει «φύγε» στον άπιστο; Τότε ποιο θα ήταν το νόημα της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού! 
Μεγάλος πόλεμος άναψε εκείνη την ώρα μέσα στην ψυχή του παπά για το ποια απόφαση θα έπρεπε να πάρει. Τόσο μεγάλος που έμεινε για λίγο αμίλητος, κοιτάζοντας μονάχα τους άλλους χωριανούς του στα μάτια, μήπως και τον βγάλουνε από το αδιέξοδο. 
Μάταια όμως! Κανένας δεν φαινόταν να μπορεί να του δώσει λύση και όλοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο ίδιος. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι στα πρόσωπα μερικών, έβλεπε τη δυσφορία που είχαν για την παρουσία του αλλόθρησκου εκεί. Ήταν σαν να του έλεγαν: 
«Τι θέλεις και τον ακούς; Πες του να φύγει και να πάει από εκεί που ήρθε. Αυτός δεν πιστεύει στον Θεό μας και θα μολύνει το εκκλησάκι του..!» 
Πολύ προβληματισμένος ο παπά-Γιώτας επειδή δεν έβρισκε λύση, έσκυψε μέσα στην μικρή πορτούλα που είχε το παρεκκλήσι και έβγαλε πάλι από μέσα του την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου. Ζεστή από τη φλόγα του καντηλιού, που μόνιμα έκαιγε για τη Μεγαλοσύνη του, την έφερε μπροστά στα μάτια του. Έκανε το σταυρό του και την ασπάστηκε πρώτη φορά με τόσο δέος. Ύστερα την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και άρχισε να ψάλλει χαμηλόφωνα για άλλη μια φορά το Απολυτίκιο του Αγίου. 
Όταν το τέλειωσε η διάθεσή του άλλαξε και το πρόσωπό του άρχισε να ηρεμεί. Να παίρνει χαρούμενη μορφή και ο ίδιος, στον αγαθό εσωτερικό του κόσμο της πίστης και της αφοσίωσης προς τον Θεό, να απαλλάσσεται από κάθε φόβο, βασανιστικό ενδοιασμό και προβληματισμό. 
Ο Άγιος είχε πλέον μιλήσει μέσα στην καρδιά του! Του είπε πολύ καθαρά, ότι θέλημα του Θεού είναι να μην διώξει τον άνθρωπο που ήρθε και του ζητάει βοήθεια. Αλλά να φανεί απέναντί του μεγαλόψυχος, να τον αγκαλιάσει και να απαλύνει τον πόνο του. Μπροστά σ’ Αυτόν τον Φιλεύσπλαχνο Θεό του είπε, όλες οι ψυχές των ανθρώπων είναι ίδιες και όλες θα κριθούν μια μέρα, ανάλογα με τις πράξεις τους. Μέχρι τότε όμως, όλοι είναι παιδιά του Θεού! 
-Ελάτε προς τα εδώ, φώναξε τώρα πια χωρίς αμφιβολίες στον Αλή, την ίδια ώρα που αυτός έβγαζε το φέσι απ’ το κεφάλι του για να δείξει το σεβασμό του στον τόπο και στον ιερωμένο και χωρίς να έχει στιγμή σταματήσει να δείχνει στοργή και να χαϊδεύει το παιδί του στο κεφάλι. 
-Όχι παπά μου, του ανταπάντησε εκείνος. Πώς να πλησιάσουμε εκεί στον Σταυρό και στην Εικόνα σας και πώς να λιβανιστούμε από το θυμιατό σας; Μπορεί να μην το θέλετε και εμείς να μην το αξίζουμε. Έλα όμως εσύ όσο πρέπει κοντά μας και διάβασε μια ευχή του Αγίου στο παιδί μας. Ξέρω πως αυτός γιατρεύει αρρώστους και εγώ, όταν γιατρευτεί, όρκο αληθινό σας δίνω πως θα κάνω χρυσή την εικόνα και το καντηλάκι του! 
Στην επιμονή του ο παπά-Γιώτας, πήρε τον Σταυρό και το αγιασμένο νερό, είπε και σ’ ένα από τους ψάλτες του να πάρει και την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου και όλοι μαζί τράβηξαν κοντά στους ανθρώπους που γύρευαν βοήθεια. 
Όταν πλησίασαν, ο Αλή έγειρε και ξάπλωσε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του ενώ το ξεσκέπασε από την κουβέρτα για να φαίνεται το πρόσωπό του. Έπειτα πολύ ταπεινά, γονάτισε μέσα στο χιόνι, ένας πραγματικός «ικέτης» μπροστά στα πόδια του παπά. Τον ακολούθησε πιστά και η γυναίκα του, βγάζοντας τη μαντήλα απ’ το κεφάλι της και κρύβοντας μ’ αυτή το πρόσωπό της. 
Όλοι ήταν έτοιμοι για την προσευχή! 
Τότε ο παπάς, πολύ συγκινημένος που έβλεπε το μεγάλο καρδιοχτύπι των γονιών για το παιδί τους, με δάκρυα στα μάτια έπιασε το πετραχήλι με το δεξί του χέρι και το έφερε πάνω στο κεφάλι του παιδιού. Μετά, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και επανέλαβε πολλές φορές την «καρδιακή» προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με το αμαρτωλό», καθώς επίσης και τον Παρακλητικό Κανόνα του Αγίου, μια και σήμερα ήταν και η γιορτή του. 
Στη συνέχεια, κατέβασε το πρόσωπό του στη γη και δίχως να πάρει τα μάτια του απ’ το βιβλίο που διάβαζε, έψαλλε και το Απολυτίκιο του Αγίου, που αυτή τη μέρα της σεπτής γιορτής του, αξιώθηκε για άλλη μια φορά να τον παρακαλέσει για το χωριό. Διάβασε ακόμα στη Χάρη του, Κοντάκια, Καθίσματα και το Μεγαλυνάριο. Μόλις τα τέλειωσε, σταύρωσε το παιδί, το ράντισε με το βασιλικό και προέτρεψε τους γονείς του να το πάνε στο σπίτι τους. 
Εκείνοι έκαναν ό, τι τους είπε. 
Όσο για τους πιστούς στο Θεό χωριανούς, έκαναν και αυτοί για μια ακόμα φορά στον τόπο τον σταυρό τους και έφυγαν να ζεσταθούν στα σπίτια τους, δοξάζοντας για άλλη μια μέρα πάλι σήμερα το Όνομά Του και τον εκλεκτό Του Άγιο Χαράλαμπο. 
Από εκείνη τη μέρα, πέρασε ένας ολάκερος χρόνος. Την ίδια μέρα του καινούριου χρόνου, μέρα πάλι της Γιορτής του Αγίου Χαράλαμπου, ο παπά-Γιώτας πήρε ξανά το εκκλησίασμα από τον Ναό της Ανάληψης, που έκαναν το πρωί την Θεία Λειτουργία και όλοι μαζί πήγαν «κατά το έθιμο και την παράδοση» στο εκκλησάκι του, για να κάνουν τον αγιασμό και να τον ευχαριστήσουν. 
Όλοι γνώριζαν πως για άλλη μια χρονιά πήγαιναν στο «σπίτι» του Αγίου, που ένα και μοναδικό, βρίσκεται εκεί έξω από το χωριό και ο ίδιος στρατιώτης του Χριστού τους «φυλάει» από τις αρρώστιες. 
Μόνο που τώρα η Άγια Εικόνα του δεν ήταν φθαρμένη, καπνισμένη και μαυρισμένη από τους καιρούς, ούτε το καντηλάκι με το λάδι που μέρα και νύχτα τη φώτιζε, παλιό και σκουριασμένο. Όλα τους τώρα ήταν από χρυσό και ασήμι και άστραφταν στις αχτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου. 
Το παιδί του Αλή, του Τούρκου, που πέρυσι τέτοια μέρα ήταν άρρωστο, έγινε καλά από την αρρώστια που το βασάνιζε. Και αυτός, πιστός στο τάμα του, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του! 
Για άλλη μια φορά ο Άγιος στη Δωροθέα, είχε κάνει το θαύμα του! 

14 - 9 – 2020 
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Ευχές!


 Ευχόματε καλό μήνα στους απανταχού Βιβλιόφιλους!

(Χαρακτικό του Σπ. Βασιλείου: Ο Φλεβάρης)